[Η] αναλυτική μέθοδός μου δεν εκκινεί από τον άνθρωπο, αλλά από την οικονομικά δεδομένη περίοδο της κοινωνίας.
– Καρλ Μαρξ, Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner, εκδόσεις Κριτική, 1993, σελ. 34.
Το πάθος των λίγων εναπομείναντων μαοϊκών, τριτοκοσμιστών κάθε αποχρώσεως, «αντιιμπεριαλιστών», Σκοτσέζων εθνικιστών, υποστηρικτών της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, τροτσκιστών, ακόμη και αναρχικών κι «αγωνιστών» για τη Ροζάβα, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το πάθος για τον «παλαιστινιακό αγώνα». Ύστερα απ’ τη σταλινική ΕΣΣΔ, την Κίνα του Μάο κι όλους τους εξωτικούς προορισμούς που ακολούθησαν, ήρθε τώρα η σειρά της Ροζάβα να φέρει «επαναστατικές» ελπίδες. Η Ροζάβα τρέφει τις ελπίδες όσων έστρεψαν την πλάτη τους στη ταξική πάλη ή που δεν υψώσαν ποτέ αυτό το λάβαρο [της ταξικής πάλης]. Η δημοφιλία αυτών των περιθωριακών φαινομένων της διαρκούς αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ένταση της ταξικής πάλης που συμβαίνει εκεί. Σήμερα, μετά βίας εμφανίζεται, οπότε ευδοκιμεί η διαταξικότητα κι οι εθνικισμοί διάφορων αποχρώσεων. Το προσκύνημα των «αγωνιστών» σε αυτούς τους νέους ιερούς τόπους του αντιιμπεριαλισμού και του εθνικισμού πολλαπλασιάζεται, όπως συνέβη στο παρελθόν και με την Κούβα, την μαοϊκή Κίνα, την Παλαιστίνη και τη Τσιάπας.
– Mouvement Communiste, «Rojava: the fraud of a non-existent social revolution masks a kurdish nationalism perfectly compatible with Assad’s murderous regime»
Το τελευταίο καιρό βλέπουμε κάποιες αφίσες να «κοσμούν» τους τοίχους της μητρόπολης. Βάζουμε τα εισαγωγικά όχι φύσικα λόγω κάποιας εναντίωσης με τις αφίσες ως αφίσες, αλλά λόγω του περιεχομένου της συγκεκριμενής αφίσας. Σ’ αυτή αναγράφεται «Απ’ το ποτάμι ως τη θάλασσα, ελεύθερη Παλαιστίνη». Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα μάθημα γεωγραφίας: το ποτάμι είναι ο Ιορδάνης ποταμός, θάλασσα η Μεσόγειος. Θα συνεχίσουμε μ’ ένα μάθημα ιστορίας. Το σύνθημα χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά απ’ την Palestine Liberation Organization (PLO, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). Στο ιστορικό της PLO υπάρχει η επίθεση με δύο ρουκέτες σε σχολικό λεωφορείο στην πόλη Avivim του βόρειου Ισραήλ (12 ισραηλινοί νεκροί εκ των οποίων οι 9 παιδιά, και 25 τραυματίες) στις 22 Μαΐου του 1970 – και για όσους βιαστούν να πουν πως την επίθεση την πραγματοποίησε το PFLP-GC, να τους θυμήσουμε πως μέχρι το 1974 το PFLP-GC ήταν μέλος της PLO. Ένα ακόμη μικρό παράδειγμα απ’ τη δράση της PLO είναι η πειρατεία λεωφορείου στην παραλιακή λεωφόρο του Τελ Αβίβ (38 Ισραηλινοί νεκροί, εκ των οποίων οι 13 παιδιά, και 71 τραυματίες) το 1978. Η δράση αυτή έγινε απ’ τη Φατάχ, που αποτελεί την ηγετική φραξιά της PLO. Νομίζουμε πως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω για τις δράσεις του PLO. Σήμερα, αυτό το σύνθημα το υιοθετεί η παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς, γνωστή φονταμενταλιστική οργάνωση που, μεταξύ άλλων, έχει πολλές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον Ισραηλινών πολιτών στο ενεργητικό της.
Συνεπώς, διερωτόμαστε: οι «Αυτόνομοι» που υπογράφουν αυτή την αφίσα δεν γνωρίζουν την ιστορία του συνθήματος που χρησιμοποιούν; Αλλά ακόμη και να μην την γνωρίζαν, και βάσει μόνο της γεωγραφίας, μπορεί το σύνθημα να συνεπάγεται κάτι άλλο πέρα απ’ την ολοκληρωτική εξάλειψη του κράτους του Ισραήλ; Αν οι «Αυτόνομοι» αρνούνταν τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, τότε θα υπήρχε μια ισορρόπια. Το πρόβλημα όμως είναι πως υποστηρίζουν τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Τελικά, για τους «Αυτόνομους» (και όλους όσους υιοθετούν αυτό το σύνθημα) έχουν ή δεν έχουν όλοι οι λαοί πρόσβαση στη λεγόμενη «αρχή των εθνοτήτων»; Ή κάποιοι, οι Εβραίοι, αποκλείονται απ’ αυτό το δικαίωμα; Κι αν διαλυθεί το ισραηλινό κράτος και πραγματοποιηθεί το σύνθημα, τι θ’ απογίνουν οι σημερινοί Ισραηλινοί πολίτες; Θα είναι το παλαιστινιακό κράτος ένα κράτος πολυπολιτισμικό και κοσμικό και θ’ αναγνωρίσει τους Εβραίους ως κανονικούς κι ισότιμους πολίτες με τους Άραβες μουσουλμάνους Παλαιστίνιους; Θα τους σφαγιάσει; Θα τους απελάσει; Η μέχρι σήμερα ιστορία Ισραήλ-Παλαιστίνης δείχνει πως μάλλον οι Εβραίοι δεν θα έχουν καμία θέση εντός ενός παλαιστινιακού κράτους (να θυμηθούμε τις ναζιστικές σβάστικες που υψώνουν διάφοροι Παλαιστίνιοι καλώντας σε τζιχάντ/νέο ολοκαύτωμα), όπως σήμερα συμβαίνει το αντίστροφο. Οπότε, τι ακριβώς θα λύσει μια εναλλαγή των ρόλων; Γιατί δεν στηρίζουν μια θέση που να μιλάει για δύο κράτη στην περιοχή, ένα ισραηλινό κι ένα παλαιστινιακό;
Εμείς όμως με ποιους είμαστε; Προφανώς, δεν θέτουμε ζήτημα υπεράσπισης του ισραηλινού κράτους, κάτι τέτοιο θα ήταν απλά ηλίθιο. Παλαιστίνη ή Ισραήλ; Τι είδος ερώτημα είναι αυτό; Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός; Ποιον στηρίζουμε στο πρωτάθλημα; Αυτή η τελευταία ερώτηση είναι ανούσια, και η όποια απάντηση είναι εναλλάξιμη με οποιαδήποτε άλλη: είτε είναι κανείς Παναθηναϊκός είτε Ολυμπιακός, η τοποθέτησή του σ’ αυτό το δίλημμα δεν έχει καμία ουσία, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η επιλογή όμως μεταξύ ισραηλινού ή παλαιστινιακού κράτους είναι μια πολιτική επιλογή: περιγράφει αν όχι το σύνολο της πολιτικής κάποιου, τουλάχιστον ένα μέρος της. Εμείς, παραφράζοντας τον Μπέμπελ, λέμε πως ο αντιιμπεριλιασμός αποτελεί τον σοσιαλισμό των ηλιθίων, κι αντισημιτισμός τον αντιιμπεριαλισμό των ακόμη ηλιθιότερων. Δεν δίνουμε καμία απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Αν υπάρχει κάτι που μάθαμε απ’ τον Μαρξ είναι πως πρέπει πάντα να θέτουμε υπό κριτική το ίδιο το ερώτημα.
Δεν ήταν καθόλου αρκετό να εξετασθούν τα ερωτήματα: Ποιος πρέπει να χειραφετήσει; Ποιος πρέπει να χειραφετηθεί; Η κριτική είχε να κάνει και μ’ ένα τρίτο ζήτημα. Έπρεπε να ρωτήσει: για τι λογής χειραφέτηση πρόκειται; Ποιες συνθήκες απορρέουν από την ουσία της ζητούμενης χειραφέτησης;
– Καρλ Μαρξ, Το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδόσεις Οδυσσέας, 1978, σελ. 67.
Η απελευθέρωση των Παλαιστίνιων για την οποία μιλάει η πλειοψηφία των αλληλέγγυων στην «παλαιστινιακή αντίσταση» είναι μια πολιτική χειραφέτηση. Πρόκεται για τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους απ’ το οποίο θ’ αναγνωρίζονται ως πολίτες. Όμως, «[τ]ο όριο της πολιτικής χειραφέτησης φαίνεται αμέσως στο γεγονός ότι το κράτος μπορεί ν’ απελευθερωθεί από ένα φραγμό δίχως ο άνθρωπος να είναι πραγματικά ελεύθερος, ότι το κράτος μπορεί να είναι ένα ελεύθερο κράτος, χωρίς ο άνθρωπος να είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος» (Ό.π., σελ, 72). Εδώ ο Μαρξ αναφερόταν στη θρησκεία ως περιορισμό της ελευθερίας. Το ίδιο ακριβώς όμως, και με πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα, μπορεί να ειπωθεί για τους οικονομικούς όρους. Προφανώς η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους θα σήμαινε αναμφισβήτητα μια βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου: δεν θα τρώγαν βόμβες και σφαίρες στα κεφάλια τους. Όμως, η πλειοψηφία των Παλαιστίνιων πιθανότατα θα συνέχιζε να ζει στην ένδεια, με το παλαιστινιακό προλεταριάτο να μην αποκτά κάποια ιδιαίτερα καλύτερη θέση εντός του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Ή, αν οι Εβραίοι παρέμεναν στην περιοχή και δεν σφάζονταν ή εκδιώχνονταν, θα πέφταν πλέον εκείνοι στον πάτο της ιεραρχικής διαστρωμάτωσης του προλεταριάτου στην περιοχή. Οπότε, η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους είτε θα σήμαινε έναν μαζικό διωγμό των Εβραίων με την πλειοψηφία των Παλαιστίνιων να παραμένουν στην ίδια οικονομική κατάσταση, είτε θα υπήρχε μια αντιστροφή των ρόλων μεταξύ Εβραίων-Παλαιστίνιων.
Μπορεί να υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ παλαιστινιακού-ισραηλινού εθνικισμού, όμως η αντιπαράθεση αυτή δεν περιέχει στο εσωτερικό της μια δυναμική που να έχει τη δυνατότητα να καταργήσει τους όρους της αντιπαράθεσης. Μια σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικισμών μπορεί μόνο να οδηγήσει στην επικράτηση του τάδε επί του δείνα ή το αντίστροφο. Η σύγκρουση μεταξύ δύο εθνικισμών δεν έχει τη δυνατότητα να καταστρέψει τους ίδιους τους εθνικισμούς – εκτός κι αν δεχτούμε ως «καταστροφή των εθνικισμών» την πλήρη αλληλοεξόντωση των δύο αντιπαρατιθέμενων πληθυσμών. Η μόνη αντίθεση που απ’ την εσωτερική δυναμική της μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια φυγόκεντρος δύναμη, μια ενδεχομενικότητα για την κατάργηση των όρων που προσδιορίζουν την ίδια την αντίθεση, είναι η ταξική αντίθεση: το προλεταριάτο έχει τη δυνατότητα να καταργήσει την κεφαλαιακή σχέση, καταργώντας συνεπώς τόσο την καπιταλιστική τάξη όσο και τον εαυτό του ως προλεταριάτο. Και η απονέκρωση του κράτους, βασικό χαρακτηριστικό ήδη απ’ το σημείο-μηδέν της επανάστασης, καταργεί την υλική βάση του έθνους: το κράτος.
[Η] Κομμούνα αποδεικνύει ότι το «μη-κράτος» (η καταστροφή του κράτους) δεν είναι μόνο τελικό αποτέλεσμα της επαναστατικής διαδικασίας. Είναι αντιθέτως αρχική πλευρά της, άμεσα παρούσα σε αυτή, δίχως την οποία δεν υπάρχει καθόλου επαναστατική διαδικασία. […] [Η] απονέκρωση ξεκινά αμέσως, και η άμεση έναρξή της, όχι με όρους προθέσεων αλλά με όρους πρακτικών μέτρων που εναντιώνονται ευθέως στην αναπόφευκτη «επιβίωση» του κράτους, είναι η υλική προϋπόθεση τόσο για τον αποτελεσματικό μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής όσο και για την οριστική εξαφάνιση του ίδιου του κράτους.
– Ετιέν Μπαλιμπάρ, Κράτος, Μάζες, Πολιτική, εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2014, σελ. 40-41.
Που καταλήγουμε λοιπόν; Μόνη λύση η επανάσταση; Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Αν δεν θέλουμε «ημιμέτρα» για το «παλαιστινιακό ζήτημα», δεν υπάρχει άλλη απάντηση. Ίσως μας κατηγορήσουν πως η απάντηση «επανάσταση» είναι απλώς η εύκολη λύση, η προσπάθεα αποφυγής να δώσουμε απάντηση. Όμως, η πραγματικότητα είναι πως η «επανάσταση» είναι η δύσκολη απάντηση: προς το παρόν δεν διαφαίνεται πουθενά στον ορίζοντα το ξέσπασμα της παγκόσμιας κομμουνιστικής επανάστασης. Όμως, του προσδιορισμού της απάντησης προηγείται ο προσδιορισμός του ερωτήματος. Η απάντηση «επανάσταση» αποτελεί την απάντηση για το σύνολο του «παλαιστινιακού ζητήματος», το οποίο δεν είναι παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι του παγκόσμιου και συνολικού «κοινωνικού ζητήματος». Για το «παλαιστινιακό ζήτημα» ως αυτόνομο «πολιτικό ζήτημα», δηλαδή ως ζήτημα πολιτικής κυριαρχίας επί μιας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας, η απάντηση δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ το αστικό πλαίσιο και είναι «παλαιστινιακό κράτος» – κι η απάντηση «Απ’ το ποτάμι ως τη θάλασσα, ελεύθερη Παλαιστίνη» είναι απ’ τις πιο αντιδραστικές του ευρείου φάσματος «παλαιστινιακό κράτος», καθώς συνεπάγεται την εξόντωση ή βίαιη καταπίεση των Ισραηλινών: οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος.
Και φυσικά, το σημαντικότερο ερώτημα: υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ μιας εθνοαπελευθερωτικής επανάστασης με την κομμουνιστική επανάσταση; Οι Παλαιστίνιοι αποτελούν έναν λαό-προλεταριάτο κι οι Ισραηλινοί έναν λαό-μπουρζουαζία; Δεν υπάρχουν στο εσωτερικό και των μεν και των δε τάξεις; Δεν υπάρχουν Παλαιστίνιοι καπιταλιστές; Συνεπώς, το «λευτεριά στην Παλαιστίνη» δεν σημαίνει επί του πρακτέου «απόκτηση κρατικής μηχανής για τη ταξική κυριαρχία του παλαιστινιακού κεφαλαίου»; Όπως είδαμε παραπάνω, ο Μαρξ ρώτησε: «για τι λογής χειραφέτηση πρόκειται; Ποιες συνθήκες απορρέουν από την ουσία της ζητούμενης χειραφέτησης;». Οι εθνοαπελευθερωτικοί αγώνες εντός της κομμουνιστικής παράδοσης συχνά αντιμετωπίστηκαν ως ανάλογοι των ταξικών αγώνων, επειδή οργανώνουν τους «καταπιεσμένους» (μια πολύ γενική κατηγορία το περιεχόμενο της οποίας ποικίλλει) και, αν πετύχουν, ίσως να επιφέρουν αλλαγές στην παγκόσμιας κλίμακας κοινωνική δόμηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από τι απευλευθερώνει όμως η εθνική απελευθέρωση; Μόνο από τις άνισες σχέσεις μεταξύ διαφορετικών ζωνών της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας – ακόμη κι αυτό όμως δεν αποτελεί παρά μόνο ενδεχομενικότητα, όχι βεβαιότητα. Όσοι μιλάνε για «λευτεριά στην Παλαιστίνη» ξεχνούν πως:
Η βιομηχανική τυρρανία της Αγγλίας στον κόσμο είναι η κυριαρχία της βιομηχανίας στον κόσμο. Αν η Αγγλία μας εξουσιάζει είναι γιατί η βιομηχανία μας εξουσιάζει. Δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε από την Αγγλία στο εξωτερικό παρά μόνο αν απελευθερωθούμε από τη βιομηχανία στο εσωτερικό. Τότε μόνο μπορούμε να εξολοθρεύσουμε την κυριαρχία της, που βασίζεται στον ανταγωνισμό, όταν υπερνικήσουμε τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό μας. Η Αγγλία μας δυναστεύει γιατί κάναμε τη βιομηχανία μας μια δύναμη που μας εξουσιάζει. Ποιος θα αμφισβητήσει τη ταυτολογία, ότι η βιομηχανική κοινωνική τάξη [πραγμάτων] είναι για τον αστό ο καλύτερος κόσμος, η πιο ικανοποιητική τάξη [πραγμάτων] για να αναπτύξει τις «ικανότητές» του σαν αστός και την ικανότητά του να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους και τη φύση; Ποιος θα αμφισβητήσει, ότι όλα αυτά που σήμερα ονομάζουμε «αρετή», ατομική ή κοινωνική αρετή, είναι προς όφελος του αστού; Ποιος θα αμφισβητήσει ότι η πολιτική εξουσία είναι ένα μέσο για τον πλούτο του, και ότι ακόμα και η επιστήμη και πνευματικές απολαύσεις είναι σκλάβοι του; Ποιος θα το αμφισβητήσει;
– Καρλ Μαρξ, Η Αυταπάτη της Εθνικής Οικονομίας (Αδημοσιεύτα Χειρόγραφα 1845), εκδόσεις Κοροντζή, σελ. 40-41
Βέβαια, στο παραπάνω απόσπασμα, ο Μαρξ αναφέρεται στην παγκόσμια οικονομική κυριαρχία της Αγγλίας, συνεπώς και κυριαρχία της Αγγλίας επί της Γερμανίας. Η κυριαρχία του Ισραήλ επί των Παλαιστίνιων είναι και στρατιωτική. Όμως κι αυτή η στρατιωτική υπεροχή της επί των Παλαιστίνιων απ’ την οικονομία της δεν προκύπτει; Κι αν οι Παλαιστίνιοι αποκτήσουν κράτος, δηλαδή πολιτική εξουσία, δεν θα σημαίνει πως μέσω αυτής οι Παλαιστίνιοι αστοί θα συσσωρεύσουν μεγαλύτερο πλούτο, δηλαδή θα εκμεταλλευτούν περισσότερο αποτελεσματικά το παλαιστινιακό προλεταριάτο; Που οδηγεί το προλεταριάτο η εθνική απελευθέρωση; Είναι κάτι παραπάνω από μια «αλλαγή βάρδιας» στο ποιος θα κρατάει τον βούρδουλα που θα προσγειώνεται στην πλάτη των Παλαιστίνιων εργατών; Μπορεί για το προλεταριάτο η απελευθέρωση να σημαίνει κάτι διαφορετικό απ’ την κομμουνιστική επανάσταση;
Η αλήθεια είναι πως δεν περιμένουμε κάποια ιδιαίτερη απάντηση απ’ τους «Αυτόνομους». Σε όσες ενστάσεις έχουν διατυπωθεί ως τώρα από άλλους αναφορικά με τον λόγο που εκφέρουν σχετικά με το ζήτημα, ο κος Sarajevo έχει αποφύγει ν’ απαντήσει μιλώντας για «υπάλληλους των ισραηλινών μυστικών υπηρεσίων» ή «χρήσιμους ηλίθιους». Εμείς αντιθέτως παραθέτουμε επιχειρήματα κι όχι ύβρεις και χτυπήματα στο «ήθος» του «αντιπάλου». Που θα οδηγούσε μια τέτοια τακτική; Στο να λέγαμε μαλακίες του τύπου πως οι «Αυτόνομοι» είναι «πράκτορες της Χεζμπολάχ ή του Ιράν» και γι’ αυτό αντιτίθονται στο Ισραήλ; Είμαστε κομμουνιστές, όχι συνωμοσιολόγοι. Κι ούτε προσπαθούμε ν’ αποφύγουμε τον διάλογο, ακόμη κι αν αναπόφευκτα σημαίνει αντιπαράθεση κι όχι συμφωνία.
Παραθέτουμε παρακάτω ένα σχετικό κείμενο του/της R. F. απ’ την ιταλική κομμουνιστική επιθεώρηση Il Lato Cattivo που γράφτηκε το 2014.

Αγαπητοί σύντροφοι,

Επιτρέψτε μου να εκφράσω την άποψή μου για το τι συνέβη γύρω από τη ισραηλοπαλαιστινιακή σύγκρουση, και συγχωρέστε με αν αναγκάζομαι να υπεραναλύσω αυτό το ζήτημα. Ο λεγόμενος αντισιωνισμός -με το άλλοθι πως παραμένει συγκεκριμένος- μετατρέπει ολοένα και περισσότερο τα σημερινά γεγονότα σ’ ένα μεταφυσικό ζήτημα. Αφενός, αυτό είναι φυσιολογικό: είναι χαρακτηριστικό των «αντί-» να έχουν έναν απόλυτο εχθρό, συγκριτικά με τον οποίο οι υπόλοιπο εχθροί γίνονται λιγότερο εχθροί. Προς το παρόν, είναι η σειρά του Ισραήλ να γίνει στόχος και, κατά τη γνώμη μου, είναι αναγκαίο να διαχωρίσουμε τη θέση μας απ’ αυτό. Δεν είναι η επίθεση εναντίον των συναγωγών κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων του Σάββατου 19 Ιουλίου στο Παρίσι που ορίζει αυτή την αναγκαιότητα, αν και την ενισχύει σε κάποιο βαθμό. Δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε για τη σημασία των ανεξέλεγκτων συμπεριφορών που συνέβησαν· είναι ωστόσο βέβαιο πως είναι συμπτωματικές σε κάτι -μιας στροφής- η δυνατότητα της οποίας είναι ομοούσια με τον αντισιωνισμό. Η σύγχυση μεταξύ Εβραίων, σιωνισμού κι Ισραήλ, η ρευστότητα με την οποία οι διαφορετικοί αυτοί όροι γίνονται εναλλάξιμοι, αν δεν εμφανίζονται σε δημόσιες ομιλίες και σε προγραμματικά συνθήματα, μπορούν μολαταύτα να παρατηρηθούν στις ανεπίσημες συζητήσεις που ακούμε εδώ κι εκεί στις διαδηλώσεις, και αφετέρου είναι αρκετά προφανείς. Ο στόχος μας φυσικά δεν είναι για κανέναν λόγο να λειτουργήσουμε στο ελάχιστο προς υπεράσπιση του κράτους του Ισραήλ -αυτό θα ήταν απλώς ηλίθιο- αλλά απλώς να επανατοποθετήσουμε το ισραηλοπαλαιστινιακό ζήτημα εντός της ιστορίας, καθώς ο μετασχηματισμός του εχθρού σε απόλυτο εχθρό συντηρείται με μύθους και τους αναπαράγει. Παρομοίως, ο στόχος μας είναι να ξεφύγουμε από δύο εξίσου μη-βιώσιμες θέσεις για έναν κομμουνιστή: αφενός, την «αλληλεγγύη με την παλαιστινιακή αντίσταση», αφετέρου, τον προλεταριακό διεθνισμό ως αφηρημένη αρχή. Σχετικά με αυτό το τελευταίο, θα ήθελα πρώτα να πω ότι αυτό που οι αντισιωνιστές παρεννοούν είναι πως -αν υπάρχουν κάποια περιθώρια πίεσης προς την ισραηλινή κυβέρνηση- βρίσκονται στο πλευρό όσων ζουν στο Ισραήλ. Οι διαδηλώσεις που συνέβησαν στο Ισραήλ ενάντια στις σφαγές στη Γάζα είναι ενθαρρυντικές, και κατηγορηματικά περισσότερο σημαντικές απ’ όσες συνέβησαν αλλού· αλλά, εν πάση περιπτώσει, είναι μόνο μικροπράγματα, ειδικά αν νομίζουμε ότι πηγάζουν μάλλον από μια παρόρμηση ηθικής αγανάκτησης ή απ’ την επιβεβαίωση κάποιων αρχών [principles] παρά από οτιδήποτε άλλο, όπως συμβαίνει συνήθως με τα σημερινά κινήματα ειρήνης· αυτά αποτελούν το ευφορότερο πεδίο για την μικροαστική τάξη που κατέχει κάποιες αριστερές συμπόνοιες κι ένα πολιτιστικό επίπεδο, με όλα της τα γενναιόδωρα αισθήματα (μερικοί ίσως θυμούνται τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Ιταλία ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τις σημαίες για ειρήνη που κρέμονταν από τα παράθυρα… και πως όλα τελείωσαν). Συγκεκριμένα, θα ήταν απαραίτητη μια γενική απεργία που θα χτυπήσει την ισραηλινή οικονομία (ή τουλάχιστον, η απειλή μιας τέτοιας απεργίας) ώστε η ισραηλινή κυβέρνηση να εξαναγκαστεί προσωρινά να υποχωρήσει. Αφετέρου, δεν αποτελεί έκπληξη πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Είναι ανώφελο να ξεκινήσουμε γενικές εκκλήσεις σε ταξική πάλη κι αλληλεγγύη μεταξύ των εκμεταλλευόμενων λαών. Η ισραηλινή εργατική τάξη κι η παλαιστινιακή εργατική τάξη είναι δύσκολο να ενωθούν σε κάποιον κοινό αγώνα, κι αυτό απλά επειδή δεν ζουν κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες. Δεν άποτελεί ζήτημα «ταξικής συνείδησης», αλλά αντ’ αυτού μια αντικειμενική κατάσταση: μπορεί να είμαστε οι καλύτεροι σύντροφοι στον κόσμο, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα αν η κατάστασή σου είναι αντικειμενικά προς όφελός σου. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Théorie Communiste για την Μέση Ανατολή που μου φαίνεται ιδιαίτερα κατάλληλο για αυτό το ζήτημα:

Θα ήταν αυταπάτη να ελπίζουμε σε μια συνάντηση μεταξύ των αγώνων του ισραηλινού προλεταριάτου και των αγώνων του παλαιστινιακού προλεταριάτου εντός του προβλέψιμου μέλλοντος. Οι μείζονες αλλαγές στο ισραηλινό κεφάλαιο έχουν επιδεινώσει την κατάσταση του ισραηλινού προλεταριάτου κι η επιδείνωση αυτή συνδέεται βαθιά με τους μετασχηματισμούς της διαχείρισης των περιφερειών και τη χρήση παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού. Η εξαφάνιση του ιστορικού σιωνισμού σ’ αυτούς τους μετασχηματισμούς ισοδυναμεί με την εξασθένιση όλων των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα και του τομέα στα χέρια της Histadrut [Γενική Οργάνωση Εργατών στη Γη του Ισραήλ, η ισραλινή αντίστοιχη ΓΣΕΕ]. Πάνω απ’ όλα, η χρήση παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού εκθέτει την ισραηλινή εργατική τάξη στον ανταγωνισμό των χαμηλών μισθών αυτού του εργατικού δυναμικού και των ακόμα χαμηλότερων εκτός ​​των συνόρων, στις γύρω αραβικές χώρες. Πολλοί Εβραίοι εργάτες του δημόσιου τομέα απασχολούνται σήμερα με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κυρίως οι νεολαίοι, οι γυναίκες κι οι νεαροί μετανάστες. Η εκτίναξη των επισφαλών εργατών και των νέων «ριζοσπαστικών» μικρών σωματείων που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των απεργιών, όπως αυτά στον σιδηρόδρομο (2000), αντιμετώπισαν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στο ν’ αναγνωριστούν από το Histadrut (βλέπε Aufheben, Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου Αιώνα, εκδόσεις Κόκκινο Νήμα & Ανάρες, 2005). Η επιδείνωση της κατάστασης του ισραηλινού προλεταριάτου κι η υποβάθμιση του παλαιστινιακού προλεταριάτου σε μια «τεταρτοκοσμική» συνθήκη στην πραγματικότητα ανήκουν στις ίδιες μεταλλάξεις του ισραηλινού καπιταλισμού, αλλά αυτό, μολαταύτα, δεν προσφέρει σε καμία περίπτωση αναγκαίους όρους για την παραμικρή «αλληλεγγύη» μεταξύ των δύο προλεταριάτων, αλλά μάλλον το αντίθετο. Για τους Ισραηλινούς προλετάριους, οι χαμηλόμισθοι Παλαιστίνιοι αποτελούν έναν κοινωνικό κίνδυνο και έναν όλο και περισσότερο φυσικό κίνδυνο, ενώ για τους Παλαιστίνιους προλετάριους τα πλεονεκτήματα που συντηρούν οι Ισραηλινοί βασίζονται στη δική του εκμετάλλευση, στην αυξηνόμενή του υποβάθμιση και την κατάληψη των εδαφών. (Théo Cosme, Le Moyen-Orient: 1945-2002, εκδόσεις Senonevero, 2002, σελ. 259)

Συνεπώς, αν κοιτάξουμε προσεκτικά, όπως έχουν τα πράγματα, το αντιπολεμικό κίνημα που υπήρξε η βάση των διαδηλώσεων στο Ισραήλ υπήρξε, εν πάση περιπτώσει, ότι πιο αξιοπρεπές θα μπορούσε να γίνει, απ’ τη στιγμή βρισκόταν εντός του ευρύτερου πλαισίου του παρόντος συνονθυλεύματος. Αντιθέτως, οι αντισιωνιστές -αν δεν υπήρχαν τα προβλήματα που δημιουργούν- φαντάζουν σχεδόν ευαίσθητοι στην ευλογημένη άγνοιά τους για το πως έχουν τα πράγματα αυτού του κόσμου. Ιδίως οι «αντικαπιταλιστές» αντισιωνιστές: εξάλλου, το πρόβλημά τους -ως συλλέκτες «αντι-ισμών»- είναι ότι το να έχεις έναν απόλυτο εχθρό σημαίνει αναγκαστικά πως μπορείς να έχεις μόνο έναν τέτοιο κάθε φορά… και πρέπει συνεπώς να επιλέξουν μεταξύ του καπιταλισμού και του Ισραήλ, επιλέγοντας συνήθως το Ισραήλ. Συνήθως το επιλέγουν και για λόγους ευκολίας, καθώς είναι ευκολότερο να στρέφονται απλώς εναντίον ατόμων απ’ το να στρέφονται ενάντια της κοινωνικής σχέσης που καθορίζει την κοινωνική τους λειτουργία και θέση. Είπα προηγουμένως ότι πρέπει εν πάση περιπτώσει να επανατοποθετήσουμε το ισραηλοπαλαιστινιακό ζήτημα εντός της ιστορίας. Επιτρέψτε μας οπότε να ξεκινήσουμε από ένα γεγονός που αποτελεί κοινοτοπία. Ας εξετάσουμε τον γεωγραφικό χάρτη της περιοχής και τις διαφορετικές εξελίξεις των επικρατειών απ’ το τέλος του Β’ ΠΠ έως και σήμερα: ξεκινώντας από λίγους οικισμούς -που βρίσκονταν κυρίως στην ακτή και στον βορρά- οι οποίοι αποτελούσαν το πρωτο-κράτος του Ισραήλ το 1946, μέσα σε εξήντα χρόνια απαλλοτρίωσε σχεδόν το σύνολο της ιστορικής Παλαιστίνης. Για τους Παλαιστίνιους, πλέον απομένουν πολύ λίγα απ’ αυτά που αντιπροσωπεύαν η Γάζα κι η Δυτική Όχθη έως το 1967 (αυτά τα σύνορα σήμερα τα αξιώνει η Χαμάς). Υπ’ αυτή την έννοια, το πρόβλημα του προσδιορισμού των συνόρων που θα οριοθετούσαν ένα «νόμιμο» ισραηλινό κράτος δεν έχει σήμασια, είναι τόσο ασυνήθιστα αδύνατο να λυθεί: η λογική της κατάκτησης εδαφών έχει αποδειχτεί αδιαχώριστη απ’ την ύπαρξή του ως εθνικό κράτος. Από αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, οι αντισιωνιστές συνάγουν τον αθέμιτο χαρακτήρα του ισραηλινού κράτους, το οποίο προσδιορίζουν ως «σιωνιστικό» – λες κι αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός λέει κάτι από μόνος του. Αυτό σημαίνει υπόρηττα πως ορισμένα κράτη έχουν δικαίωμα ύπαρξης και κάποια άλλα όχι. Όμως, το να θέσει κανείς το ζήτημα της νομιμότητας του ισραηλινού κράτους σε σύγκριση με τ’ άλλα κράτη σημαίνει απλώς ν’ αγνοήσει το πως τα έθνη-κράτη συγκροτούνται ως ομοιογενείς περιοχές. Θ’ αρκούσε να εξετάσουμε την ιστορία του ιταλικού κράτους: εσωτερικός αποικισμός που προωθήθηκε απ’ την προηγούμενη βασιλεία του οίκου της Σαβοΐας, δίωξη των «κλεφτών» στον νότο, ιταλοποίηση των Τρέντο-Νότιας Τιρόλο κι Ίστριας υπό τον φασισμό, φυγόκεντρα κύματα κι «εθνοαπελευθερωτικά» κινήματα στη Σικελία και τη Σαρδηνία, κλπ. Τι είναι τότε ένα νόμιμο κράτος; Και τι ένα παράτυπο; Θα πούμε το ίδιο και για το λεγόμενο «δικαίωμα στη γη». Ποιος κατέχει «δικαίωμα» στη γη; Σύμφωνα με ποιο κριτήριο μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή «ανήκει» σ’ έναν συγκεκριμένο πληθυσμό; Σύμφωνα με την περασμένη ιστορία; Ποιος εποίκησε πρώτος την περιοχή, ποιος ζούσε πρώτος εκεί; Είναι το καταγεγραμμένο γεγονός εκείνο που καθιερώνει το «δικαίωμα», και αυτό είναι όλο… τουλάχιστον στον κόσμο έτσι όπως υπάρχει σήμερα. Είναι απολύτως μάταιο να συμμετέχουμε στη διαμάχη για το «ποιος ήρθε πρώτος» (ή να τη συντηρούμε). Στην πραγματικότητα, κάθε συλλογιστική επ’ αυτού αναγκαστικά πρέπει να καταφύγει σ’ έναν νομικό φορμαλισμό. Στην περίπτωση που κάποιος με διώξει απ’ το σπίτι μου, το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στο θεμελιώδες ζήτημα, στο γεγονός ότι υπάρχει κάτι που είναι δικό μου και κάτι που δεν είναι δικό μου… Και στο γεγονός ότι αυτό που είναι δικό μου ίσως εγείρει τον πόθο κάποιου άλλου στον βαθμό που να είναι έτοιμος να καταφύγει στην κατάχρηση της εξουσίας του ώστε να το κατακτήσει. Με λίγη τύχη και επαρκή οικονομικά και στρατιωτικά μέσα, ίσως επανακαταλάβω το σπίτι μου. Εάν σταθώ λιγότερο τυχερός, δεν θα τα καταφέρω. Εν πάση περιπτώσει, το ουσιαστικό του όλου ζητήματος είναι πως δεν εμπεριέχει μια δυναμική η οποία θα μπορούσε να πάει πέρα απ’ τον εαυτό του – πέρα ​​απ’ τις πικρίες και τις αμοιβαίες κατηγορίες περί αδικιών που υπέστησαν κι οι δύο πλευρές. Δεν έχει σημασία αν η «λογική» βρίσκεται ή όχι με το μέρος μου, έχουμε να κάνουμε με μια σύγκρουση που είναι τυπικά στρατιωτικής φύσεως: η δράση εγείρει αντίδραση, και ούτω καθεξής έως ότου ο πιο αδύναμος να εξαντληθεί. Για να βρούμε σ’ όλο αυτό κάτι παραπάνω, είναι αναγκαίο ο ενδιαφερόμενος σφετεριστής να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του απόλυτου εχθρού (τις ΗΠΑ, ομάδες πίεσης ή «εβραϊκό χρηματοπιστωτισμό»: θα επανέλθουμε σ’ αυτό). Επιπλέον, είναι απλά ηλίθιο να αμφισβητείται -όπως κάνει ο γελοίος Ροζέ Γκαρωντύ[1], ακολουθώντας τους υπερορθόδοξους Εβραίους, στο Οι Θεμελιώδεις Μύθοι της Ισραηλινής Πολιτικής– ο χαρακτήρας του έθνους του ιουδαϊσμού, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται απλώς για μια θρησκεία: το μόνο που σημαίνει αυτό είναι την εναντίωση στην ιδεά της ιστορίας, ή το να χαθείς σ’ άχρηστες έρευνες που κοιτάζουν πίσω στο παρελθόν απ’ την αυγή του χρόνου ώστε να επιβεβαιώσεις την αυθεντικότητα, αληθινή ή υποτιθέμενη, της τάδε ή δείνα εθνικότητας. Παρομοίως, το να επαναπροσεγγίσουμε το Ισραήλ ως να έχει προδόσει την οικουμενιστική παράδοση του ιουδαϊσμού της διασποράς -όπως κάνει ο μαρξιστής καθηγητής Μπέρτελλ Όλμαν στο Letter of Resignation from the Jewish People [Επιστολή για την Παραίτηση απ’ τον Εβραϊκό Λαό]- οδηγεί στο να μετατρέψουμε τον ιουδαϊσμό σε μια ουσία που θα είναι ασφαλής από το ιστορικό γίγνεσθαι. Για εμάς, είναι αρκετό να γνωρίζουμε ότι όλοι ζουν και ξαναζούν το παρελθόν τους σύμφωνα με το δικό τους παρόν. Η εμπειρία του παρόντος διαρκώς επιλέγει κι επανεπεξεργάζεται το υπάρχον ιστορικό υλικό. Καμία εθνική ταυτότητα δεν παράγεται εκ του μηδενός· όμως η εσωτερική συνοχή κι οι αναγκαίοι χρόνοι επώασης είναι λιγότερο σημαντικοί απ’ ότι ίσως θεωρεί κανείς. Απ’ τη στιγμή που ένα δεδομένο «αίσθημα εθνικού ανήκειν» -για λόγους που μπορούμε να θεωρήσουμε περισσότερο ή λιγότερο καλούς- εμφανίζεται στην ιστορία κι επιτυγχάνει να εδραιωθεί, τότε γίνεται τελεσφόρο στην πραγματικότητα. Κανένα έθνος δεν είναι «νόμιμο» από μόνο του, η νομιμοποίησή του εξαρτάται απλώς στην ικανότητά του να συνενώνει, να διατηρείται και να μετασχηματίζεται εντός της ιστορίας χωρίς να εξαφανίζεται. Ακριβώς όπως συμβαίνει σε ορισμένα κοινωνικά κινήματα που έχουν πάντα μειονοτικές καταβολές και μια απολύτως απρόβλεπτη μελλοντική τροχιά. Το PKK -επίσημη ενσάρκωση του κουρδικού εθνικιστικού κινήματος, παλαιότερα «σταλινικό» και σήμερα υποστηρίζοντας έναν «δημοκρατικό συνομοσπονδισμό»- συγκροτήθηκε τη στιγμή της δημιουργίας του στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από μια χούφτα φοιτητών που ζούσαν στην Άγκυρα. Το να επιμείνει κανείς στον ασυνήθιστο χαρακτήρα της θρησκευτικής φύσης του ισραηλινού κράτους, σημαίνει τότε απλώς να παίρνει τοις μετρητοίς αυτά που αρέσκεται να λέει το Λικούντ [το κόμμα του Νετανιάχου] για το Ισραήλ.

Για να βρεθούμε στη θέση του να εστιάσουμε πραγματικά σ’ αυτό το ζήτημα, χρειάζεται πρώτα να εγκαταλείψουμε μια στατική αντίληψη της ιστορίας, στην οποία ο καθένας παραμένει πάντα όπου βρίσκεται. Ο άνθρωπος, τουλάχιστον στις καταβολές του, είναι νομάς, και η πιο κοινότυπη επίδειξη αυτού είναι πως έχει εξαπλωθεί σ’ όλη τη γη, απ’ τη Σιβηρία μέχρι τα νησιά του Πάσχα· ήταν σε θέση να ζήσει και να εγκατασταθεί παντού, ακόμη και στην Αρκτική (Ινουίτ) και την έρημο (Τουαρέγκ). Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενσωμάτωσε κι αναπαρήγαγε με τον τρόπο του αυτή την τάση προς την μετανάστευση, η οποία μετριάστηκε απ’ τους διαφορετικούς (αλλά ουσιαστικά αγροτικούς) τρόπους παραγωγής που ακολουθήσαν τη «νεολιθική επανάσταση»: Αν θέσουμε ιδεατά ως σημείο αφετηρίας τις επαναστάσεις του 1848, εκτιμάται πως τα εκατό χρόνια που ακολούθησαν είδαν τον απρόθυμο εκτοπισμό 30 εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ όλη την Ευρώπη. Απλώς μερικά παραδείγματα: ένα εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας επιστρέψαν στην Ελλάδα για να ξεφύγουν απ’ τη τουρκική εξουσία το 1919-1923· ανταλλαγή τουρκικών-βουλγαρικών (1913) κι ελληνικών-βουλγαρικών πληθυσμών (1919)· ένα εκατομμύριο άνθρωποι που διέφυγαν απ’ τη Ρωσία μετά την επανάσταση του 1917· διάταγμα για την απέλαση του γερμανικού λαού απ’ τις Sudetes (τρία εκατομμύρια πρόσφυγες) και των Ούγγρων υπηκόων στη Τσεχοσλοβακία το 1945. Το εθνικό κράτος αποκαλύφθηκε ως η πλέον κατάλληλη διοικητική οντότητα για την παραγωγή και κυκλοφορία εμπορευμάτων. Οι πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές περιοχές έχουν επιβάλλει την κρατική μορφή στις λιγότερο ανεπτυγμένες, οι οποίες την αγνοούσαν σχεδόν ή πλήρως. Αν τα σύνορα των σημερινών καπιταλιστικών υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και Ευρώπη) μπορούν να θεωρηθούν σταθερά και οριστικά, είναι αδύνατο να πούμε το ίδιο για τον υπόλοιπο κόσμο, κι οι ίδιες οι υπερδυνάμεις μπορεί, ωστόσο, μερικές φορές να κάνουν κάποιες εξαιρέσεις. Ίσως η δημιουργία νέων συνόρων, νέων εθνοτήτων ή ο εκτοπισμός/επανεγκατάσταση ολόκληρων πληθυσμών να αποτελεί κάτι καινούριο στην ιστορία ή ν’ ανήκει σε μια εφεξής παρελθοντική περίοδο. Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει πιθανώς να συμπεράνουμε πως η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ή η απόσχιση της Σλοβακίας και της Τσεχικής Δημοκρατίας -για να μιλήσουμε μόνο για αρκετά πρόσφατα παραδείγματα- δεν συνέβησαν ποτέ. Ας σκεφτούμε επίσης τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.

Όσο υπάρχει το κεφάλαιο, η δυναμική της συσσώρευσης θα συνεχίζει να κατακερματίζει ορισμένες περιοχές ώστε να ενοποιήσει άλλες. Αυτά που αποκαλούνται «εθνικά ζητήματα» δεν ανήκουν σε μια ιδιαίτερη ιστορική φάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής άλλαξε μόνο την εκτίμηση που μπορούμε να τους αποδώσουμε. Όσον αφορά τα «κυριαρχούμενα έθνη», τη δεκαετία του 1920, η Γ’ Διεθνής υποστήριξε την υπαγωγή των κομμουνιστών στις αστικές εθνικές οργανώσεις. Η ιδέα ήταν ότι σ’ αυτές τις περιοχές -δεδομένης της αδυναμίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης- το προλεταριάτο ήταν πολύ αδύναμο και έπρεπε πρώτα απ’ όλα να διασφαλιστεί το εθνικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε ν’ αναπτυχθεί, και με ποσοτικούς όρους· η τάση του Gorter επέκρινε σθεναρά αυτή την υπαγωγή, η οποία είχε ήδη οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα στην Τουρκία (1919-1921: εξάλειψη των κομμουνιστών από τους κεμαλίστες), όπως συνέβη κι αργότερα στην Κίνα (1925-1927: σφαγή των κομμουνιστών από το Κουομιντάνγκ [το Κινέζικο Εθνικιστικό Κόμμα]). Γενικά, ακόμη και σε άλλα μέρη, τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν ποτέ πολύ διαφορετικά απ’ αυτά στη Τουρκία και την Κίνα. Όμως, πιο θεμελιακά, πρέπει να ρωτήσουμε αν η διαμάχη μεταξύ της «λενινιστικής συμμαχίας» και της «αυτόνομης δράσης του προλεταριάτου» εξακολουθεί να έχει κάποια σημασία σήμερα. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δεν θα επιτευχθεί ποτέ μια κατάσταση αρκετά καθαρή ώστε να αποκλείει εκ των προτέρων ότι ορισμένα εθνικά ή ημι-εθνικά ζητήματα θα παραμένουν «άλυτα» (όπως είναι σήμερα η περίπτωση των Kanaks στη Νέα Καληδονία, των Ινδιάνων στο Μεξικό, κλπ…)· πολύ απλά, είτε η κομμουνιστική επανάσταση θ’ απαντήσει το ερώτημα στις δικές της βάσεις, ενώνοντας την ανθρωπότητα, καταστρέφοντας τα κράτη και τα σύνορα, εξαλείφοντας κάθε εδαφικό διαχωρισμό, είτε η αντεπανάσταση θ’ απαντήσει το ερώτημα με τον δικό της τρόπο, επιτυγχάνοντας να ικανοποιήσει τις εθνικές διεκδικήσεις, ή οργανώνοντας τη βίαιη εξάρθρωση ή εξόντωση των εν λόγω πληθυσμών.

Δεν υπάρχει πλέον καμία ιδιαίτερη θεωρία της επανάστασης, δεν υπάρχουν στάδια απ’ τα οποία πρέπει να περάσουμε, δεν υπάρχουν εξειδικευμένες αντιφάσεις, δεν υπάρχουν εθνικοί όροι για την επανάσταση. Αυτό σίγουρα δεν σημαίνει ομοιομορφία, όμως οι διαφοροποιήσεις δεν τίθενται πλέον μ’ έναν διαχρονικό τρόπο, αντ’ αυτού έχουν γίνει συγχρονικά στοιχεία ενός παγκόσμιου συστήματος ταξικής πάλης. Το πρόβλημα δεν υπάρχει πλέον με όρος χρονολόγησης. Πρέπει να θέσουμε ένα τέρμα σε οποιαδήποτε εξωτική κατανόηση των ταξικών αγώνων στην «περιφέρεια». Ο εξωτισμός, ο Σαμίρ Αμίν, η αυτάρκεια, ο Γκεβάρα κι οι εστίες που προετοιμάζουν τον «κρατικό καπιταλισμό», ο Λένιν και η ανάπτυξη του κεφαλαίου υπό προλεταριακή διεύθυνση, η Βέρα Ζασούλιτς, το κοινοτικό άλμα πάνω από τις φρίκες του καπιταλισμού: όλα αυτά τελειώσαν. (Théo Cosme, De la politique en Iran, εκδόσεις Senonevero, 2010, σελ. 119)

Αλλά το Ισραήλ, θα πει κανείς, δεν έχει καμιά σχέση μ’ όλα αυτά επειδή είναι αποτέλεσμα αποικισμού. Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Το Ισραήλ αποτελεί προϊόν ενός εθνοαπελευθερωτικού κινήματος που περιείχε, λόγω της αδυναμίας του να εδραιωθεί στη δική του γεωγραφική περιοχή -την ιστορική Οριοθετική Γραμμή Εποικισμού [Pale of Settlement][2]- ένα στοιχείο ασάφειας, και το στοιχείο αυτό τελικά επικράτησε:

Το εθνικό περιεχόμενο της χειραφέτισης υπήρξε αποτέλεσμα τόσο της φύσης του τσαρικού κράτους -μια πολυεθνική, αυταρχική κι αντισημιτική αυτοκρατορία- όσο και των εβραϊκών κοινοτήτων: μια συνθήκη παρία που χαρακτηρίζεται από διαχωρισμούς, διακρίσεις, διώξεις και πογκρόμ· εδαφική συγκέντρωση στα γκέτο και τα shtetl [μικρές πόλεις που κατοικούνταν κυρίως από Εβραίους]· πολιτιστική και γλωσσική ενότητα (Γίντις).

Φυσικά, πολλοί Εβραίοι μαρξιστές διανοούμενοι (σ’ ​​αντίθεση με την Μπουντ [Γενική Εβραϊκή Εργατική Ένωση] και τους σοσιαλιστές σιωνιστές) απέρριψαν το σύνολο των εθνικών κι εβραϊκών πολιτιστικών αναφορών. Χρειάζεται κανείς μόνο να θυμηθεί τη διάσημη απάντηση του Τρότσκι στην ερώτηση του μπουντιστή Vladimir Medem στο Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος του 1903: «Υποθέτω ότι θεωρείται τον εαυτό σας είτε Ρώσο είτε Εβραίο;», «Όχι», απάντησε ο Τρότσκι, «κάνετε λάθος. Δεν είμαι τίποτε άλλο πέρα από σοσιαλδημοκράτης». Σε κάθε περίσταση που η εβραϊκή ταυτότητα είτε γινόταν δεκτή είτε απορρίπτοταν, ήταν -τουλάχιστον ύστερα απ’ τα τρομερά πογκρόμ του 1881- μια εθνική/πολιτιστική, κι όχι απλώς θρησκευτική, ταυτότητα. Σ’ αντίθεση με τη Γερμανία, στη τσαρική αυτοκρατορία υπήρχαν πολύ λίγοι Εβραίοι που θεωρούσαν εαυτούς απλώς «Ρώσους πολίτες εβραϊκού θρησκεύματος». (Michael Löwy, Redemption and Utopia, εκδόσεις Verso)

Να πρόκεται ίσως για το πρώτο και μοναδικό παράδειγμα ενός κινήματος εμπνευσμένου από μια προοπτική «χειραφέτησης» που δημιούργησε ένα σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης; Αν αυτό είναι το σκάνδαλο, τότε κοιτάζοντας τα αποτελέσματα των επαναστάσεων του 19ου και του 20ού αιώνα, θα ήταν καλύτερα να ικανοποιηθούμε με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, όπως ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί κι άλλοι υποστηρικτές της αντιαπολυταρχικής ιδεολογίας. Θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά;

Το ερώτημα καθεαυτό είναι ανούσιο, αλλά η απάντηση θα ήταν πιθανώς αρνητική. Ο Β’ ΠΠ μας άφησε μια κληρονομιά που είναι δύσκολο να επανεξετάσουμε. Η εγκαθίδρυση των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η οποία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη πριν απ’ το 1939-1945 αν και σε μικρότερο βαθμό, γνώρισε μια απίστευτη ορμή μετά τον πόλεμο, και απ’ αυτή τη διαδικασία γεννήθηκε το Ισραήλ. Γιατί αντ’ αυτού οι Εβραίοι δεν διασκορπίστηκαν σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Πρώτα απ’ όλα, για τον ίδιο λόγο που σε όλα τα επίπεδα -απ’ τη φυλακή μέχρι την πόλη- ακόμη και σήμερα, τα άτομα συγκεντρώνονται σ’ εθνικές ή γλωσσικές κοινότητες. Η αντεπανάσταση στη Ρωσία, μετά την επανάσταση του 1917, δεν είχε επιλύσει το εβραϊκό εθνικό ζήτημα (βλέπε, μεταξύ άλλων, το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ και τον διαμελισμό της Πολωνίας) κι οι ναζιστικές διώξεις το ενεργοποίησαν εκ των πραγμάτων για τους αφομοιωμένους Εβραίους της κεντρικής Ευρώπης. Λαμβάνοντας υπόψη το φάσμα των δυνατοτήτων που προσφέρονταν στους Εβραίους της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές αναφορικά με τον προορισμό τους: για τους εκτοπισμένους εβραϊκής καταγωγής, η Παλαιστίνη ήταν, αν όχι ο μοναδικός πιθανός προορισμός, μακράν ο ασφαλέστερος. Είχαν το «δικαίωμα» να εγκατασταθούν εκεί; Όχι περισσότερο ή λιγότερο από οποιονδήποτε σημερινό «μετανάστη» (στον οποίο αντιτίθεται το σύνθημα: «Κουμάντο στη δική σου χώρα, όχι εδώ!»). Αν αναρωτιέται κανείς για ποιον λόγο αυτός ο μαζικός εποικισμός έλαβε τον χαρακτήρα αποκλεισμού και κατάσχεσης της γης, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο ταυτολογική: όσο ο εποικισμός επιτάχυνε την ανάπτυξη των ειδικά καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη συγκεκριμένη περιοχή, ακριβώς τόσο αυτές οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώσαν τις σχέσεις μεταξύ των δύο πληθυσμών. Οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν οι μόνοι που υπέφεραν τις συνέπειες: η διαστρωμάτωση των τάξεων του καπιταλιστικού κράτους μορφοποιήθηκε απ’ την ενσωμάτωση μη-Ευρωπαίων Εβραίων που σταδιακά επωφελήθηκαν απ’ τον Νόμο της Επιστροφής (ισραηλινή νομοθεσία που τέθηκε σε ισχύ στις 5 Ιουλίου του 1950, που έδινε στους Εβραίους το δικαίωμα να ζουν στο Ισραήλ και ν’ αποκτούν υπηκοότητα, και απ’ το 1970 ο νόμος συμπεριλαμβάνει και μη-Εβραίους με τουλάχιστον έναν Εβραίο/α παπού/γιαγιά, καθώς και τις συζύγους τους): οι Εβραίοι της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής· οι Teimanim της Υεμένης και του Ομάν· οι 90.000 Beta Israel ή Falasha της Αιθιοπίας που ήρθαν στο Ισραήλ απ’ το 1984 ως το 1991, κλπ… με τις σχετικές ρατσιστικές εντάσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί, τελικά όχι και τόσο διαφορετικές -στη φύση τους- από εκείνες που έπληξαν τους Terrone[3] στην Ιταλία τη δεκαετία του 1960 ή τους [εσωτερικούς] μετανάστες εργάτες στην Κίνα σήμερα.

Ποια θα ήταν η μοίρα του παλαιστινιακού πληθυσμού χωρίς τον εβραϊκό εποικισμό; Πιθανόν ένα μέλλον λιγότερο φρικτό απ’ αυτό που βιώνουν σήμερα, αλλά σίγουρα όχι ευτυχισμένο: μια ανάπτυξη της «υποανάπτυξης», πιθανόν μέσω της εξαγωγικής βιομηχανίας, όπως συνέβη την περίοδο της «Ένδοξης Τριακονταετίας» [Trente Glorieuses] (1945-1975) [η μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη, ονομαζόμενη και Χρυσή Εποχή του Καπιταλισμού], επειδή αυτό το τμήμα του τρίτου κόσμου είναι σε θέση να παρέχει φτηνές πρώτες ύλες στη Δύση· ή αλλιώς ο εθνικός παναραβικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ & Σία, με την έγκριση της ΕΣΣΔ. Όμως, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποτελεί μια ολότητα, ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων: η καλή τύχη του ενός σημαίνει την ατυχία του άλλου, η πληθώρα του κεφαλαίου σημαίνει εξαθλίωση για το προλεταριάτο, και κάθε «ένταξη» παράγει νέους «αποκλεισμούς». Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο ρεφορμισμός είναι εφικτός σ’ εθνικό πλαίσιο κι ανέφικτος σε παγκόσμια κλίμακα· αυτή είναι κι η βάση μιας επαναστατικής θέσης που δεν είναι καθαρά ηθικής φύσεως. Αυτό δεν ισοδυναμεί μ’ ένα είδος αδιαφορίας προς τις πιο ακραίες φρικαλεότητες του καπιταλισμού (πόλεμος, εθνοκαθάρσεις, κλπ), αλλά μας επιτρέπει να συλλάβουμε τις συνδέσεις τους με τις λιγότερο βίαιες πτυχές του (η αγοραπωλησία της εργασιακής δύναμης, η εμπορευματική μορφή του προϊόντος), αφήνωντας πίσω μας τις αντιλήψεις τύπου οι «καλοί» ενάντια στους «κακούς».

Ο πληθυσμός της Οριοθετικής Γραμμής Εποικισμού υπολογίστηκε σε έντεκα εκατομμύρια ανθρώπους πριν απ’ τους ναζιστικούς διωγμούς. Πέρα απ’ τον αριθμό των απελαθέντων και των νεκρών, πρέπει κανείς ν’ αναλογιστεί τις αναλογίες του φαινομένου. Αποτελεί επιβεβαιωμένο ιστορικό γεγονός ότι στο τέλος του Β’ ΠΠ, οι πρόσφυγες απ’ τη δυτική Ευρώπη γενικά επαναπατρίστηκαν στα τέλη του 1945, ενώ για τους πρόσφυγες απ’ την ανατολική Ευρώπη ο επαναπατρισμός υπήρξε πολύ περισσότερο περίπλοκος, και για κάποιους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αυτό συνέβαλε στην αύξηση της γοητείας του εποικισμού στην Παλαιστίνη. Ο εκτοπισμός αυτής της μάζας ανθρώπων, εν πάση περιπτώσει, όποιος και να είχε υπάρξει ο προορισμός τους, έλαβε χώρα σ’ έναν κόσμο ήδη «παγκοσμιοποιημένο» κι ισχυρά δομημένο. Είναι καλά γνωστό πως οι Ναζί (με την έγκριση του Χίτλερ το 1938) είχαν εξετάσει την ιδέα της μεταφοράς των Ευρωπαίων Εβραίων στην Μαδαγασκάρη, και πως το σιωνιστικό κίνημα είχε διαβουλευτεί για καιρό το αγγλικό σχέδιο για τη δημιουργία μιας «εβραϊκής πατρίδας» στην Ουγκάντα. Όμως, όποιος και να ήταν ο προορισμός, είτε η Παλαιστίνη είτε η Μαδαγασκάρη είτε η Ουγκάντα, οι συνέπειες προφανώς δεν θα ήταν ανώδυνες, καθώς καμιά απ’ τις τρεις περιοχές δεν ήταν «ακατοίκητη γη». Ακριβώς όπως κι εκτοπισμός -σε πολύ μικρότερη κλίμακα- των ανθρώπων του νότιου Τιρόλο στη Φρανς-Κοντέ της ανατολικής Γαλλίας (ο οποίος συζητήθηκε αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ) δεν θα συνέβαινε χωρίς εντάσεις. Είτε μας αρέσει είτε όχι, το διάσημο «εβραϊκό ζήτημα» αποτελεί ένα ακόμη συνηθισμένο επεισόδιο των «εθνικών ζητημάτων», μολονότι στη Δυτική Ευρώπη η ενσωμάτωση υπήρξε αναμφίβολα πιο διαδεδομένη. Το γεγονός πως το κράτος του Ισραήλ δημιουργήθηκε στην ιστορική Παλαιστίνη και όχι στην Οριοθετική Γραμμή Εποικισμού, έχει να κάνει με τους υπαρκτούς όρους στο τέλος του Β’ ΠΠ.

Ο Β’ ΠΠ στέφθηκε, με μια ακόμη πιο φρικτή τρομοκρατία από εκείνη του Α’ ΠΠ, ο θριαμβευτής της αντεπανάστασης, καθιστώντας περισσότερο ανέφικτό από ποτέ το να δοθεί στο εθνικό ζήτημα των Γίντις μια λύση απλής πολιτιστικής ή/και διοικητικής αυτονομίας, όπως για παράδειγμα ήθελε η Μπουντ. Στο γενικό κλίμα της Ιερής Συμμαχίας [Union Sacrée] που κυριαρχούνταν απ’ τα εθνικά μέτωπα, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε απ’ τους «Ισραηλινούς» μια συμπεριφορά διαφορετική απ’ αυτή που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Μόνο στην Ιταλία, απ’ το 1943 κι έπειτα, υπήρξε μια έκρηξη ταξικής πάλης, η οποία διαλυθηκε γρήγορα στο αντιστασιακό πατριωτικό μέτωπο και την εξομάλυνση πριν από το σχέδιο Μάρσαλ. Χωρίς αυτή την έξοδο των ανθρώπων που βασίζονταν στα συσσίτια (και χωρίς τη δομή των κιμπούτς που επέτρεψε την μαζική ένταξη) η κατασκευή του ισραηλινού κράτους θα ήταν αδύνατη. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι η εργατική τάξη, εκτός απ’ τις επαναστατικές περιόδους, είναι μια τάξη το ίδιο συντηρητική με τις υπόλοιπες. Το προλεταριάτο δεν μπορεί να υπάρχει στο κενό, δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σε «καραντίνα»: όταν κυριαρχεί η αντεπανάσταση, οι προλετάριοι συμμετέχουν σ’ αυτή. Οι ισραηλινοί προλετάριοι δεν ήταν, και δεν θα μπορούσαν να ήταν, εξαίρεση. Είναι αυτός λόγος να παρατήσουμε τους ταξικούς όρους ανάλυσης ή να «αποκηρύξουμε» αυτούς τους προλετάριους; Σε τι να εναποθέσουμε τότε την πίστη μας; Σε «ανθρώπους καλής θέλησης»; Στην «ελεύθερη ατομικότητα»; Σας ευχόμαστε, τότε, καλή τύχη για το μέλλον!

Αλλά τότε -κι εδώ φτάνουμε στο πιο οδυνηρό σημείο- γιατί κάποιοι περιμένουν απ’ αυτούς, μόνο απ’ αυτούς, κάτι διαφορετικό; Αν σήμερα δημιουργούνταν ένα κράτος για τους Ρομά στην Υπερδνειστερία ή αλλού, ακόμη και εις βάρος του τοπικού πληθυσμού, ποιος θα τολμούσε να πει ότι οι Ρομά που εγκαταστάθηκαν εκεί (και μετά απ’ αυτούς, τα παιδιά τους που γεννήθηκαν εκεί, και τα παιδιά των παιδιών τους, και πάει λέγοντας) είναι όλοι τους μαλάκες; Το παράδειγμα ίσως φαίνεται απίθανο, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί απ’ το πεδίο των δυνατοτήτων επειδή, όπως έχουμε ήδη δει, ο εκτοπισμός ολόκληρων πληθυσμών προς εδάφη ξένα σ’ αυτούς, όσον αφορά την κουλτούρα και την παράδοση, δεν αποτελεί ένα νέο γεγονός στην ιστορία: είναι ένας απ’ τους λόγους που παραδόσεις και κουλτούρες διαρκώς δημιουργούνται και καταστρέφονται. Επιπλέον, η σημερινή συνθηκών των Ρομά που μετανάστευσαν περισσότερο πρόσφατα στη δυτική Ευρώπη, μπορεί έως έναν βαθμό να μας δώσει μια ιδέα για την εξαθλίωση του γίντις προλεταριάτου στην ανατολική Ευρώπη του μεσοπολέμου: μια συνθήκη αθλιότερης της αθλιότητας.

Σε μια επιστολή του προς τον Ehrenfreund[4], ο Ένγκελς έγραψε:

Επιπροσθέτως, ο αντισημίτης παρουσιάζει τα γεγονότα μ’ ένα τελείως ψεύτικο τρόπο. Δεν γνωρίζει καν τους Εβραίους που στηλιτεύει, αλλιώς θα συνειδητοποιούσε ότι, χάρη στον αντισημιτισμό στην ανατολική Ευρώπη και την Ιερά Εξέταση στην Τουρκία, υπάρχουν εδώ στην Αγγλία και την Αμερική χιλιάδες επί χιλιάδων Εβραίοι προλετάριοι· κι είναι ακριβώς αυτοί οι Εβραίοι εργάτες που βιώνουν την χειρότερη εκμετάλλευση και που έχουν χτυπηθεί χειρότερα απ’ τη φτώχεια. Στην Αγγλία, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, είχαμε τρεις απεργίες από Εβραίους εργάτες. Πως θα μπορούσαμε λοιπόν να μετέχουμε στον αντισημιτισμό με τον αγώνα μας κατά του κεφαλαίου;

Εάν πρόκειται πραγματικά για «τους αθλιότερους της αθλιότερων» [με την έννοια της εξαθλίωσης], με ποιο θάρρος μπορεί κανείς να ηθικολογεί για τη συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων; Γιατί να περιμένει κανείς οι Εβραίοι επιζήσαντες της εξόντωσης να συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους χιλιάδες δύσμοιρους Άγγλους, Ιρλανδούς κι Ολλανδούς που οδηγήθηκαν στον λιμό και μεταναστεύσαν στις ΗΠΑ και συνέβαλαν, ενεργά ή παθητικά, στην απομάκρυνση των αυτόχθονων Αμερικανών [«Ινδιάνων»], αναγκάζοντάς τους να ζουν σε όλο και μικρότερα κομμάτια γης, στη λεγόμενη «Ινδιάνικη νησίδα» [Indian reservation]; (Δεν μπορούμε εδώ να μην δούμε την αναλογία με την Παλαιστίνη). Γιατί ν’ αναμένουμε κάτι διαφορετικό από έναν πληθυσμό που βίωσε ακραίες διώξεις, από τα γκέτο στην εξόντωση; (Και δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας)[5]. Ίσως επειδή είναι Εβραίοι. Επιτρέψτε μας ν’ αποκαλέσουμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους: αντιιουδαϊσμός.

Κάποιοι δικαιολογούν τη Χαμάς, προβάλλοντας τη φτώχεια και την απελπισία των Παλαιστίνιων, αλλά δεν δίνουν τα ίδια «ελαφρυντικά» στους Εβραίους που εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη μετά το 1945. Όσον αφορά το εθνικό ζήτημα, ο λόγος [discourse] παραμένει ο ίδιος: παλαιστινιακό ζήτημα ΝΑΙ, γίντις ζήτημα ΟΧΙ. Είναι μια λογική δύο μέτρων και δύο σταθμών, αντιτιθέμενων μεταξύ τους σαν σε καθρέφτη, με την κυρίαρχη θέση να θεωρεί πως ένας νεκρός Εβραίος έχει περισσότερη αξία από έναν νεκρό Παλαιστίνιο. Όσον αφορά εμάς, αναγνωρίζουμε ως τέτοια τόσο «την αθλιότερη της αθλιότητας» του χτες όσο και του σήμερα. Δεν θα ηθικολογήσουμε ούτε για τις επιθέσεις με πυραύλους, τις απαγωγές και τις δολοφονίες των αποίκων, ούτε για τις επιθέσεις αυτοκτονίας των Ταξιαρχιών Al-Quds[6] και άλλων παρόμοιων ομάδων. Δεν μπορούμε όμως να ξεχνάμε ότι όλα αυτά υπάρχουν· και ότι μια εξισορρόπηση του αριθμού των νεκρών -όπως ισχυρίζεται ο καραγκιόζης Gianni Vattimo[7]- είναι απίθανο ν’ αλλάξει την μοίρα των Παλαιστινίων, και στην πραγματικότητα αποσκοπεί κυρίως στη δημιουργία ενός παλαιστινιακού μίνι-κράτους. Η φύση αυτού του είδους της αντιβίας συνίσταται στη διάρθρωση της συνεχούς εναλλαγής συγκρούσεων, ανακωχών και διαπραγματεύσεων, που ανά καιρούς αποτρέπονται κι ανά καιρούς επιτρέπονται απ’ αυτή την αντιβία: το μόνο πιθανό αποτέλεσμά της αφορά την πραγμάτωση του σκοπού της: τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους. Αυτό το απομακρυσμένο ενδεχόμενο θα καταφέρει στην καλύτερη να διασώσει ανθρώπινες ζωές, τίποτα λιγότερο αλλά και τίποτα περισσότερο. Όμως, αν το ζήτημα είναι να σώσουμε ζωές, ποια η διαφορά με το Νταρφούρ, το Νότιο Σουδάν, τη Ρουάντα κι άλλες «ανθρωπιστικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης»; Ο κόσμος είναι μεγάλος. Παντού, καθημερινά, άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν μ’ έναν περισσότερο ή λιγότερο αποτρόπαιο τρόπο. Πάντα -και με διαφορετικές τροπικότητες ανάλογα με τον ιστορικό τρόπο παραγωγής: επιδρομές, κατακτητικοί πόλεμοι, αποικιοκρατία, ιμπεριαλισμός- ομάδες ανθρώπων αντιπαρατίθονταν κι αλληλοσκοτώνονταν για λόγους που γενικά συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με την οικειοποίηση ή τον έλεγχο αγαθών και πόρων. Το ζήτημα δεν είναι να «μετατρέψουμε αυτό το γεγονός σε κοινοτοπία», αλλά ν’ αποφύγουμε να μετατρέψουμε σε απόλυτη (θέτοντάς την εκτός της ιστορίας) τη φρίκη μας μπροστά σ’ αυτή την πραγματικότητα η οποία -όπως κάθε άλλο ηθικό γεγονός- αποτελεί αφενός ένα ιστορικό προϊόν και αφετέρου είναι αδιαχώριστη απ’ την παγκόσμια επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το γεγονός που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι πως αν μας αφορά η μοίρα εκείνων που ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά μας (έχοντας μόνο την μικρή υλική δυνατότητα να ενημερωθούμε γι’ αυτούς) είναι λόγω αυτής της επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για τον κυνηγό-τροφοσυλλέκτη της παλαιολιθικής περιόδου, η έννοια της «ανθρωπότητας» αναφερόταν μόνο στα μέλη της ομάδας του, και η κύρια αιτία θανάτου ήταν οι ανθρωποκτονίες. Οι Βεδουίνοι της Αραβικής Χερσονήσου κι οι φυλές των Guayaki της Νότιας Αμερικής δεν γνώριζαν το Κράτος, όμως όλη τους η ύπαρξη περιστρεφόταν γύρω απ’ τον πόλεμο (βλέπε Πιερ Κλαστρ, Αρχαιολογία της Βίας: Ο Πόλεμος στις Πρωτόγονες Κοινωνίες, εκδόσεις Έρασμος, 2004).

Όσον αφορά την ηγεμονία της Χαμάς και γενικά τον τζιχαντισμό, γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά πώς η θρησκεία μπορεί να είναι «ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα ενός κόσμου απ’ όπου το πνεύμα έχει λείψει» (Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση, 1978, σελ. 17). Όμως, αυτή η γενική επιβεβαίωση είναι έγκυρη τόσο στην Παλαιστίνη ή την Ιταλία όσο και οπουδήποτε αλλού. Στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, όπως και στις περισσότερες αραβικές χώρες της Μεσογείου, ο ισλαμισμός δεν είναι μια ιδεολογία που έπεσε απ’ τον ουρανό για να διαφθείρει το καημένο προλεταριάτο ως «ευγενή άγριο»· σ’ όλες τις εκδοχές κι αποχρώσεις της, αυτή η ιδεολογία αποτελεί σήμερα την πολιτική έκφραση -όχι καθοριστική, μα μολαταύτα κυρίαρχη- της ταξικής πάλης σ’ αυτή την περιοχή, απ’ τη στιγμή που πηγαίνει πέρα απ’ τις απλές οικονομικές διεκδικήσεις. Αν αυτό εμφανίζεται σαν μια «δικαιολόγηση», τότε το ίδιο θα πρέπει ν’ αληθεύει και για κάθε άλλη προσπάθεια του να γίνει κατανοητή η πραγματικότητα. Όμως, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αντισιωνιστές είναι διαφορετικά. Γνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να προωθηθεί «η αλληλεγγύη με την παλαιστινιακή αντίσταση», τουλάχιστον στις δυτικές χώρες, αν «παλαιστινιακή αντίσταση» σημαίνει συγκεκριμένα τη Χαμάς κι άλλες παρόμοιες οργανώσεις. Συνεπώς, αναγκάζονται διαρκώς ν’ ανακαλούν τη μνήμη του προηγούμενου πολιτικού σχηματισμού – ονομαστικά, τον αραβικό εθνικισμό. Τον μυθοποιούν και ψάχνουν για υπολείμματά του, ώστε να καταστήσουν το παρόν (το οποίο είναι στην πραγματικότητα το μόνο που πράγματι μετράει) περισσότερο «ευπαρουσίαστο». Ωστόσο, χρειάζεται κανείς μόνο να δει το πενιχρό αποτέλεσμα της τάξης του 4,2% του PFLP (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2006, ώστε να συνειδητοποιήσει πόσο απέλπιδη είναι αυτή η αναζήτηση.

Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τους πολιτικούς· κι επιτρέψτε μας ακόμη να πούμε επιπλέον ότι δεν πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα νοσταλγικοί γι’ αυτό. Στη ταξική πάλη, οι εξωτισμοί ποτέ δεν παρήγαγαν τίποτα καλό: πχ, για τον Αντρέας Μπάαντερ, η αντίφαση στην «ιμπεριαλιστική μητρόπολη» βρισκόταν κάτω απ’ την κάννη του όπλου του. Έτσι, ο Τούρκος εργάτης που τον έγδερνε η Volkswagen αλλά δεν επαναστάτησε «αρκετά», ήταν ένας «αντικειμενικός σύμμαχος του ιμπεριαλισμού», ενώ ο γιατρός και μεγαλογαιοκτήμονας (κι ηγέτης του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) George Habash εκπροσωπούσε την πρωτοπορία της παγκόσμιας επανάστασης. Σίγουρα, μπορούν ν’ αναφέρουν τους περίφημους «συσχετισμούς δυνάμεων» και τη βία της καταστολής, όμως τοιουτοτρόπως δεν επιτρέπουν στους εαυτούς τους ν’ αποκτήσουν την οποιαδήποτε κοινωνική ερμηνεία για τις ήττες του παρελθόντος. Αν η ήττα καταλογίζεται στη στρατιωτική, τεχνική, οικονομική ή επικοινωνιακή υπεροχή του εχθρού, δεν μπορεί να υπάρξει ένα τέλος σ’ αυτό, και η ταυτοποίηση του πυρήνα του προβλήματος μ’ αυτήν την υπεροχή μπορεί να οδηγήσει μόνο στον μιλιταρισμό ή την παραίτηση. Επιπλέον, πρέπει να διαλυθεί αυτή η ειδυλλιακή αντίληψη για τη ταξική πάλη η οποία προϋποθέτει πως υπάρχει μόνο ένα μέτωπο: η παγκόσμια αποσύνθεση του συνόλου του κοινωνικού κεφαλαίου σε μια πληθώρα ιδιαίτερων κεφαλαίων και του προλεταριάτου στα κλάσματά του, σημαίνει πως τα μέτωπα είναι άπειρα, πως υπάρχει ταξική πάλη εντός της ταξικής πάλης, και πως η σύγκρουση στο εσωτερικό του προλεταριάτου στην πραγματικότητα δεν αποτέλει απλώς μια περιστασιακή εκτροπή.

Υπό την ώθηση της γενικής αναδιάρθρωσης των ταξικών σχέσεων απ’ τη δεκαετία του 1970 και μετά, κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα ετών, η ανάπτυξη του κεφαλαίου έχει σαρώσει τα πάντα, και τίποτα ή σχέδον τίποτα δεν έχει απομείνει απ’ αυτή την ιστορία. Μετά τον Β’ ΠΠ, το κίνημα για τη στήριξη του Τρίτου Κόσμου νομιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη λειτουργία του Τρίτου Κόσμου ως προμηθευτής φτηνών πρώτων υλών· όμως, μέσα απ’ τις δύο «πετρελαϊκές κρίσεις» του 1973-1974 και 1978-1980, η αναδιάρθρωση αποσταθεροποίησε πλήρως την προηγούμενη κατάσταση: η τιμή του αργού πετρελαίου αυξήθηκε με πρωτοφανή τρόπο, και στην Ευρώπη ξεκίνησαν οι συζητήσεις για σταθμούς πυρηνικής ενέργειας. Συνεπώς, πιο θεμελιακά, ακολούθησε η μέθη της μίσθωσης πετρελαίου [oil rent][8] στη Μέση Ανατολή (η οποία βελτίωσε τις ταμειακές ροές της Χαμάς μέσω της παρέμβασης της Σαουδικής Αραβίας), το τέλος του αραβικού εθνικισμού κι η άνοδος του ισλαμισμού. Ταυτόχρονα, ακόμη και η οικονομική και κοινωνική δομή του ισραηλινού κράτους άλλαξε εντελώς. Ο «σιωνισμός», μιλώντας αυστηρά, υπήρξε η προστασία και διαφύλαξη της «εβραϊκής εργασίας» είτε για το ισραηλινό κεφάλαιο ενάντια στον διεθνή ανταγωνισμό, είτε για την εργατική τάξη ενάντια στους Παλαιστινίους προλετάριους: υπήρξε, εν ολίγοις, μια ειδική περίπτωση του μετά-1945 «φορντικού συμβιβασμού», της ρίζωσης μιας φραξιάς του κεφαλαίου σ’ ένα δεδομένο εθνικό κράτος. Ο σιωνισμός συνεπάγοταν ν’ αποδοθεί στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών ένας «αριστερός» χαρακτήρας. Αυτό είναι που σταδιακά διαλύθηκε απ’ το Λικούντ, κι η ριζική συρρίκνωση του μεγέθους του ρόλου των κιμπούτς τ’ αποδεικνύει. Αντιστρόφως, εκ λογικής επαγωγής, αντιλαμβάνεται κανείς πως η αργή διάβρωση της παλαιστινιακής περιοχής πηγαίνει χέρι-χέρι με μια μείζονα χρήση αραβικού εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, παραμένει ο προσδιορισμός του Ισραήλ ως «σιωνιστικού κράτους», και ακόμη και σ’ αυτή την εννοιολογική αντιστάθμιση εκδηλώνεται η τραγική φύση της παρούσας κατάστασης. Το ξεστόμισμα λέξεων όπως «σιωνιστές», «λόμπι», κλπ, εξυπηρετεί μόνο -συνειδητά ή όχι- στην περιστοίχιση της ύπαρξης του Ισραήλ μ’ ένα άλως μηχανορραφιών, μυστηρίου, συνωμοσιών κι ασυνήθιστου χαρακτήρα, μια περιστοίχιση το υποσυνείδητο μήνυμα της οποίας δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθούμε: οι Ισραηλινοί, δηλαδή οι Εβραίοι, δεν είναι σαν τους άλλους. Ενώ το μόνο μυστικό σ’ όλη αυτή την ιστορία είναι το ανοιχτό μυστικό του κεφαλαίου: ανταγωνισμός, ο οποίος φέρνει σε αντιπαράθεση μεταξύ τους τόσο τους «από πάνω» όσο και τους «από κάτω». Ποια η διαφορά μεταξύ των τρομοκρατικών ενεργειών της μέλλουσας ισραηλινής Μοσάντ μετά τον Β’ ΠΠ (η βομβιστική επίθεση στη βρετανική πρεσβεία στη Ρώμη το 1946, κλπ) και τη δράση της παλαιστινιακής οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης στο Μονακό το 1972, της παλαιστινιακής πειρατείας του κρουαζιερόπλοιου Achille Lauro (1985), τις παλαιστινιακές αιματηρές επιθέσεις στα αεροδρόμια της Ρώμης (Φιουμιτσίνο) και της Βιέννης το 1985; Τα κράτη είναι συχνά περισσότερο τερροριστικά όσο βρίσκονται ακόμη στη φάση της εδραίωσής τους ως τέτοια.

Όσο για την ευλογημένη «αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό λαό» – τι σημαίνει αυτό, συγκεκριμένα; Οι υποστηρικτές της, στις περισσότερες περιπτώσεις, περιορίζονται σ’ έναν ξιπασμένο κι αδρανή βερμπαλισμό, δεδομένου πως σχεδόν όλες οι ιστορικές «αριστερές» οικονομικές ενισχύσεις προς την «παλαιστινιακή αντίσταση» κατέληξαν σε καταστροφή, απ’ την ΕΣΣΔ (ο κύριος οικονομικός υποστηρικτής του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) ως τον Σαντάμ Χουσεΐν. Αυτό που παραμένει σήμερα είναι μόνο η εθελοντική εργασία στα Κατεχόμενα ή σε μια απόσταση απ’ αυτά· μια εθελοντική εργασία που σίγουρα αξίζει σεβασμό, όμως η ιστορική προοπτική κι η αναγνώριση της πραγματικής σημασίας της εφικτής «αλληλεγγύης» προς το παρόν δείχνει το αγεφύρωτο χάσμα που υπάρχει μεταξύ της ακμής του αραβικού εθνικισμού και της παρούσας κατάστασης. Όταν η «αλληλεγγύη» ανέρχεται σε μια καθαρά λεκτική δραστηριότητα, είναι θεμιτό να αναρωτηθούμε τι αλλάζει πραγματικά το γεγονός της διατύπωσης μιας «αλληλεγγύης» με τους Παλαιστινίους. Η αλληλεγγύη έχει μετατραπεί σ’ ένα ζήτημα αυτοσυνειδήσης, σε μια φιλελεύθερη στάση που εξαντλείται εξ ολοκλήρου σ’ αυτό που το άτομο πιστεύει με την καρδιά του. Στην καλύτερη περίπτωση, θα υπάρξουν μερικά συνθήματα σε μια διαδήλωση, ίσως μια μπροσούρα, δυο βρισίδια σ’ έναν μπάτσο… και μετά όλοι πάνε σπίτια τους. Το μεγαλείο κι η αθλιότητα του μιλιταντισμού! Εν τω μεταξύ, ωστόσο, ο πόλεμος -συμβατικός ή ασύμμετρος- διεξάγεται με όπλα, και το σωστό ερώτημα επ’ αυτού είναι: από που έρχονται τα όπλα; Ποιος πληρώνει γι’ αυτά; Κάποτε τις ρουκέτες Κατιούσα τις έφερε ο «ανατολικός άνεμος». Σήμερα πρέπει κανείς να ευχαριστεί τη Συρία και το Ιράν για τις παλαιστινιακές ρουκέτες Κασάμ. Υπήρχε μια εποχή που θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι η παλαιστινιακή επανάσταση θα πυρπολήσει τον Τρίτο Κόσμο και, από εκεί, ολόκληρο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, η μοίρα των Παλαιστινίων αποφασίστηκε κάπου αλλού, και χρησιμεύσαν ως κρέας για κανόνια εντός του πλαισίου της ισορροπίας δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή είναι η πραγματικότητα κι ο μύθος της «διεθνούς αλληλεγγύης». Με το τέλος του Ανατολικού Μπλοκ, η επανάσταση στην Μέση Ανατολή κατέβηκε απ’ την σκηνή, και τώρα δεν τίθεται πλέον ζήτημα επανάστασης μα, στην καλύτερη, αποφυγής της σφαγής. Οι πιο εξτρεμιστές (κι ηλίθιοι) αναμένουν κάτι απ’ το Ιράν, αυτό το αμφισβητούμενο «προπύργιο του αντιιμπεριαλισμού»(!)· αυτό μοιάζει με το να ελπίζουμε πως «ο Μουστακαλής θα έρθει»[9]. Γνωρίζουμε όμως πως ο Μουστακαλής είναι νεκρός πριν ακόμη ετοιμάσει τις βαλίτσες του.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε σήμερα οποιαδήποτε πραγματική, μακρόχρονη «ειρήνη» στην ιστορική Παλαιστίνη. Ίσως μια ημέρα γίνει πραγματικότητα, θα είναι όμως πάντα δυσκολότερο να φανταστούμε κάτι τέτοιο να συμβαίνει στον κόσμο του κεφαλαίου. Είτε αρέσει στους αντισιωνιστές είτε όχι, αυτή η ειρήνη δεν θα προκύψει από κανένα «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» (με τη στήριξη του Ιράν) αλλά ούτε από κάποια μαγική αλχημεία που οι Παλαιστίνιοι, στις ακραίες συνθήκες που βιώνουν, θα είναι σε θέση να εφεύρουν· και αυτή η ειρήνη δεν θα υπάρξει ποτέ χωρίς μια ενεργή συμμετοχή ενός σημαντικού μέρους του ισραηλινού πληθυσμού, και κυρίως της εργατικής του τάξης. Μια εύκολη απάντηση, σαν να περιμένουμε ένα θαύμα. Όμως -όπως είδαμε- η ιστορία διαρκεί πολύ καιρό… και μπορούμε μόνο να εκτιμήσουμε τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης (και της μελλοντικής της επιδείνωσης) και τις μελλοντικές της επιπτώσεις στην ισραηλινή οικονομία στο μεσοδιάστημα. Θαύμα ή όχι, το να περιγράφουμε «τους Ισραηλινούς» σαν τέρατα και να τους καθιστούμε όλους τους εξίσου υπεύθυνους για όσα συμβαίνουν στη Λωρίδα της Γάζας και στα Κατεχόμενα – από ποια οπτική ηθικής υπεροχής είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Κανείς δεν ξέρει. Ποιος ξέρει πως θα συμπεριφερόνταν αυτοί οι «λεοντόκαρδοι» αν είχε τύχει να γεννηθούν στο Ισραήλ! Ειλικρινά, δεν βλέπω ποια η χρησιμότητα αυτού, πέρα απ’ την επιδείνωση, αν μπορεί να επιδεινωθεί κι άλλο, του ήδη απλώς εθνικού ή εθνοτικού χαρακτήρα της σύγκρουσης. Πολλοί συμμορίτες κατάφεραν να ευδοκιμήσουν σε βάρος των φτωχών σταυρωμένων Παλαιστινίων – ακόμη και μόνο για να πουλήσουν μερικές παραπάνω παλαιστινιακές μαντήλες. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Να πετάμε πομπώδεις εκκλήσεις για επανάσταση, να ισχυριστούμε «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», ή πως «η μόνη λύση είναι η επανάσταση»; Ο ελάχιστος σεβασμός, δεν τολμώ καν να πω αλληλεγγύη, προς τους Παλαιστίνιους προλετάριους, που βρίσκονται στην αθλιότερη της αθλιότητας κατάσταση, απαιτεί πρώτα απ’ όλα να είμαστε ειλικρινείς και να μην έχουμε αυταπάτες για την παρούσα κατάσταση, καθώς και να μην τους θεωρούμε ούτε ένα μάτσο ηλίθιους που τους ξεγέλασε η Χαμάς αλλά ούτε και άγιους που τους έχει ανατεθεί η προλεταριακή Εντολή του Ουρανού[10].

Προσπαθούμε να τινάξουμε, όποτε υπάρχει η ευκαιρία, μέσω δράσεων, ομιλιών, γραπτών, το αντισιωνιστικό κατασκεύασμα, με τον ίδιο τρόπο που προσπαθούμε να τινάξουμε το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή, υπεράσπισης του εθνικού κεφαλαίου ενάντια στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο ή του παραγωγικού κεφαλαίου ενάντια στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο), τον πασιφισμό (που διακηρύσσει την καπιταλιστική ειρήνη ενάντια στον πόλεμο) και κάθε άποψη για μια εναλλακτική διαχείριση του κεφαλαίου. Αυτές οι απόψεις ανήκουν στην καθημερινή πορεία της ταξικής πάλης, και ταυτόχρονα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση απλώς να τεθούν στο σωστό δρόμο ή να ριζοσπαστικοποιηθούν (αυτό θα σήμαινε, στην προκειμένη περίπτωση, έναν «ταξικό» ή «επαναστατικό» αντισιωνισμό, το οποίο είναι εξ ορισμού αντιφατικό). Δεν πρέπει όμως να οπισθοχωρίσουμε προς την κοντόφθαλμη ψευδαίσθηση αυτού που στην ορολογία των πολιτικών καριεριστών ονομάζεται αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Ο κομμουνισμός δεν αποτελεί αποτέλεσμα επιλογής, αποτελεί ένα ιστορικό κίνημα. Μ’ αυτήν την προσέγγιση προσπάθησα να καταπιαστώ με το ζήτημα στο παρόν κείμενο. Εντούτοις, εφεξής -χάρη στη λογική των αστικών κατηγοριών όπως «νόμος», «δικαιοσύνη» και «λαός»- δεν είναι μόνο δύσκολο να φανταστούμε μια λύση, αλλά είναι σχεδόν ανέφικτο να μιλήσουμε λογικά για το ζήτημα.

R. F.
Ιούλιος 2014

(Ως παράρτημα στις σκέψεις αυτές, προσθέτω ένα μικρό κείμενο του/της B. L., που μας γυρνάει πίσω στον βομβαρδισμό του 2009. Είναι παλιό, αλλά έχει μια χρησιμότητα).

Η Σιωπή για τη Γάζα

Έχουμε πει πολλά για την εκλογή του Ομπάμα, έχουμε πει ακόμη περισσότερα για τις ταραχές στην Ελλάδα, αλλά δεν λέμε ούτε μια λέξη για τον πόλεμο στη Γάζα. Γιατί;

Είναι επειδή δεν μας αφορά; Επειδή δεν είναι καθόλου ενδιαφέρον «από τη σκοπιά της επανάστασης»; Αυτό θα μπορούσε να ειπωθεί, αλλά νομίζω πως στην πραγματικά δεν πιστεύουμε κάτι τέτοιο, η σημασία της επιστροφής του πολέμου στην Παλαιστίνη μας αφορά, ή ίσως χειρότερα μας προκαλεί μια αγωνία. Αυτός ο νέος πόλεμος μας προκαλεί αγωνία επειδή οι προλετάριοι της Γάζας σφάζονται και δεν έχουν καμία δυνατότητα να ξεφύγουν απ’ την παγίδα στην οποία έχουν εγκλωβιστεί. Δεν μπορούν παρά να «επιλέξουν» μεταξύ του να πεθάνουν απ’ τις ισραηλινές βόμβες ή πολεμώντας για τη Χαμάς. Δεν μπορούν καν να εγκαταλείψουν την μάχη, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σ’ ένα πεδίο βολής, δεν μπορούν να εξεγερθούν ενάντια στη δική τους πλευρά που τους κρατά ομήρους. Πρόκειται για την απόλυτη τραγωδία, δεν υπάρχει τίποτα να ελπίζουν. Ο Ομπάμα αφήνει τον Μπους να φέρει την ευθύνη της διαχείρισης του προβλήματος. Μόνο ο εθνικός μας κλόουν, ο Σαρκοζί, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να δώσει τη γελοία του παράσταση.

Όσο για εμάς, είμαστε τρομοκρατημένοι απ’ αυτή τη φρίκη επειδή βλέπουμε σ’ αυτή κάτι που θα μπορούσε να εξαπλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο χάρη στην καταστροφική οικονομική κρίση (η οποία δεν έφτασε ακόμα), με τις διαφορετικές καπιταλιστικές φραξιές, ελεγχόμενες ή όχι απ’ το κράτος, να χιμάνε αναμεταξύ τους χωρίς ν’ ανοίγει καμία κομμουνιστική προοπτική.

Δώστε προσοχή, δεν πρόκειται για ανάλυση. Όλα αυτά μ’ οδηγούν στο να πω ότι η καταστροφή είναι αναπόφευκτη, ότι αρνείται τη ταξική αντίφαση, ότι η Γάζα είναι αυστηρά μη-αντιπροσωπευτική της κατάστασης στον υπόλοιπο κόσμο· όμως, στην ιδιαιτερότητά του ως ένα γκέτο για υπεράριθμους, πλεονάζοντες προλετάριους, η Γάζα αποτελεί παράδειγμα της en abyme αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου[11], και αυτός είναι ο λόγος που, βασικά, δεν τολμάμε να τη σκεφτούμε κι αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Επειδή βλέπουμε σ’ αυτή ένα αδιανόητο μέλλον.

Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ]: Πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Το 1970 διαγράφτηκε από το κόμμα επειδή είχε επικρίνει τη σοβιετική εισβολή στη Τσεχοσλοβακία. Μια δεκαετία αργότερα στράφηκε στον ισλαμισμό, και στο αναφερθέν βιβλίο του αρνήθηκε την υπάρξη του Ολοκαυτώματος, και το βιβλίο του επαινέθηκε απ’ τον Μουαμάρ Καντάφι και τη Χεζμπολάχ. Αργότερα στήριξε κι άλλες θεωρίες συνομωσίας (πχ, την επίθεση στους δίδυμους πύργους ως δουλειά αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών).
2. [Σ.τ.Μ.]: Το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορικής Ρωσίας στα σύνορα με την Πρωσία και την Αυστροουγγαρία, όπου βρίσκονταν οι μόνες ρωσικές περιοχές στις οποίες επιτρεπόταν να κατοικούν Εβραίοι.
3. [Σ.τ.Μ.]: Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται στην Ιταλία για τους κατοίκους της νότιας Ιταλίας, χρησιμοποιήθηκε κυρίως όταν κάτοικοι της νότιας Ιταλίας μεταναστεύσαν στη βόρεια Ιταλία για να βρουν δουλειά στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες των βόρειων περιοχών.
4. [Σ.τ.Μ.]: Η επιστολή αυτή του Ένγκελς δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα (επίσημο όργανο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας) Arbeiter-Zeitung, φύλλο 19, 9 Μαΐου 1890, υπό τον τίτλο «Friedrich Engels über den Antisemitismus» [Ο Φρίντριχ Ένγκελς για τον αντισημιτισμό], χωρίς όμως ν’ αναφέρεται το όνομα του Ehrenfreund. Η ίδια η επιστολή συντάχθηκε στις 19 Απριλίου του 1890. Η επιστολή, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στην Arbeiter-Zeitung, υπάρχει στο MECW 27, σελ. 50-52, υπό τον τίτλο «On Anti-Semitism».
5. Εξέγερση σ’ εβραϊκό γκέτο τον Απρίλιο-Μάιο του 1943. Να μην συγχέεται με την «Κομμούνα της Βαρσοβίας» τον Αύγουστο-Οκτώβριο του 1944, καθώς μέχρι τότε οι Εβραίοι του γκέτο είχαν ήδη σφαγιαστεί ή απελαθεί.
6. [Σ.τ.Μ.]: Ο ένοπλος βραχίονας της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης PIJ (Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ). Η PIJ χρηματοδοτείται κυρίως απ’ το Ιράν.
7. Ιταλός φιλόσοφος και πολιτικός. Στις 22 Ιουλίου 2014, σε απάντηση της στρατιωτικής επιχείρησης των ένοπλων δυνάμεων του Ισραήλ στη Γάζα ενάντια στις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ, ο Gianni Vattimo δήλωσε πως προσωπικά θα ήθελε να «πυροβολήσει αυτούς τους μπάσταρδους σιωνιστές», και θεωρεί πως οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να συγκεντρώσουν χρήματα «για ν’ αγοράσουν μερικές ακόμη ρουκέτες για τη Χαμάς».
8. [Σ.τ.Μ.]: Η μίσθωση πετρελαίου βασικά αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του αργού πετρελαίου και του κόστους παραγωγής του.
9. [Σ.τ.Μ.]: Ιταλική έκφραση που χρησιμοποιούνταν μετά τον Β’ ΠΠ, με τον «μουστακαλή» να είναι ο Στάλιν. Σήμαινε την πιθανότητα να καταλάβουν οι κομμουνιστές την εξουσία στην Ιταλία.
10. [Σ.τ.Μ.]: Η εντολή του ουρανού ή ουράνιο διάταγμα είναι το κινέζικο αντίστοιχο της ελέω Θεού βασιλείας.
11. Σχετικά με την έννοια της mise en abyme αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, βλέπε Théorie Communiste, τεύχος 22, σελ. 86. [Σ.τ.Μ.]: Μise en abyme είναι όταν εντός ενός πίνακα ζωγραφικής υπάρχει ο ίδιος ο πίνακας σε σμίκρυνση.