Το παρακάτω κείμενο του Ζιλ Ντωβέ γράφτηκε το 2000 απευθυνόμενο στους συγγραφείς της μπροσούρας Beasts of Burden.

1. Δεν υπάρχουν λάθος στροφές στην ιστορία

Είναι αδύνατον να καθορίσουμε το πότε και πως η ιστορία πήγε στραβά. Ο πριμιτιβισμός επιλέγει εκείνα τα γεγονότα που υποτίθεται πως αποδεικνύουν τον ισχυρισμό του και απορρίπτει μια πτυχή της επιστήμης (την παραδοσιακή ιστορία) στο όνομα άλλων, οι οποίες επίσης ανήκουν στην καπιταλιστική γνώση (ανθρωπολογία). Αντί να έρθετε σε ρήξη με τον «μαρξιστικό» ντετερμινισμό, μετατοπίζεται την έμφαση απ’ την οικονομία στις αντιφάσεις ανθρώπου/ζώου. Είτε γραμμένη απ’ τον Ρουσσώ, είτε από εσάς είτε από εμένα, μια «ανάλυση των καταβολών» συνήθως λέει περισσότερα για τον συγγραφέα της παρά για το παρελθόν.

Η ιστορία μας παρέχει στοιχεία και γεγονότα που συνεισφέραν στη στροφή του ανθρώπου σ’ αυτό που είναι σήμερα. Όχι δα και τόσα πολλά παραδείγματα, αλλά αρκετά ώστε καθείς να επιλέξει και να τ’ αναπτύξει.

Γιατί ο πρωταρχικός κακός να ήταν ο κυνηγός; Γράφετε πως η γεωργία οδήγησε στη συσσώρευση, συνεπώς στις τάξεις, κλπ… Κι οι τροφοσυλλέκτες; Γιατί δεν θα μπορούσε κάποιος να συσσωρεύσει εκείνα που συλλέξαν άλλοι;

Θα ήταν εξίσου λογικό να θέσουμε ως αφετηρία οποιοδήποτε παρόμοιο γεγονός (πχ, τον τροχό) και ν’ ανακατασκευάσουμε επ’ αυτού 10.000 χρόνια ιστορίας.

Δεν υπάρχει κάτι μεμονωμένο που να ευθύνεται για τα πάντα. Η αξία δεν εξηγεί το σύνολο του κεφαλαίου. Δεν γίνεται να επιλέξει κανείς μια μορφή (αναπόφευκτα αλλοτριωμένης) ζωής και να την μετατρέψει στην αιτία όλων των άλλων. Τροφοσυλλέκτες σ’ αντίθεση με την εξημέρωση των ζώων. Γεωργία εναντίον κυνηγιού. Ύπαιθρος εναντίον πόλης. Μόνιμη κατοικία εναντίον νομαδισμού. Άτομο εναντίον κοινωνίας. Κοινότητα εναντίον ατομικότητας. Ελεύθερο κυνήγι και ψάρεμα εναντίον καλλιέργειας. Ελίτ εναντίον λαού. Κεντρική εξουσία εναντίον τοπικής εξουσίας. Η γυναικεία συνθήκη. Η καθυπόταξη των παιδιών. Τεχνική και μηχανές. Μην ξεχνάμε τον πόλεμο! Πολλά άλλαξαν όταν ο «τελετουργιοποιημένος» πόλεμος διευρύνθηκε κι οι αιχμάλωτοι τίθονταν σ’ αυτό που αργότερα ονομάστηκε «δουλειά». Πιθανότερα, πολλά εξ αυτών συνέβησαν ταυτόχρονα, δηλαδή μέσα σε μερικές χιλιετίες. Η γεωργία δεν κατέληξε στις τάξεις και την πολιτική εξουσία. Υπήρχε «πρωτόγονος κομμουνισμός», συνεπώς συνυπήρχαν γεωργία + τάξεις + πολιτική.

Ο μαρξιστικός ντετερμινισμός (μερικές φορές παρόν στα γραπτά μας) ερμήνευσε την ιστορία με την εμφάνιση ενός «πλεονάσματος» που αρπάχτηκε από μια μειοψηφία. Ο Fredy Perlman αντικαθιστά αυτό μ’ έναν υδραυλικό επικαθορισμό. Αλλά δεν μας λέει γιατί οι τοπικές κοινότητες διαιρέθηκαν και γεννήσαν τις «τάξεις» και «το κράτος». Δεν μπορούσαν συλλογικά να φτιάξουν και να διαχειριστούν αρδευτικά συστήματα από μόνοι τους αντί να στηριχτούν σε «οργανωτές»; Δεν υπήρχε τίποτα μοιραίο σ’ αυτή τη τεχνική εξέλιξη. Αλλιώς, θα έπρεπε να αποδεχτούμε πως η ανθρωπότητα θα είναι πάντα υπόδουλη όταν χρησιμοποιεί άρδευση μεγάλης κλίμακας. Υπάρχουν αποδείξεις κυνηγετικών, αλιευτικών και αγροτικών κοινωνιών οι οποίες δεν καταπιέζαν τους ανθρώπους. Γιατί; Κανείς δεν ξέρει. Δεν υπάρχει περισσότερη εξήγηση του γιατί τα πράγματα έγιναν άσχημα απ’ όσο υπάρχει εγγύηση πως θα καλυτερέψουν (και θα μείνουν καλύτερα) στο μέλλον.

Δεν μπορούμε να πάρουμε κάτι που (συνήθως ορθώς) δεν μας αρέσει και να το μετατρέψουμε στην καθολική αιτία. Γιατί να μην επιλέξουμε τη ζωγραφική στις σπηλιές; Σχετίζεται με τη γλώσσα, συνεπώς με μια συμβολική εξουσία όπου οι άνθρωποι παγιδεύονται, όπως ισχυρίζεται ο Ζερζάν. Αυτό είναι εξίσουν έγκυρο και άσχετο: μετατρέπει μια πτυχή της κοινωνίας στην αιτία του συνόλου της.

Αν κάνουμε το λάθος να περάσουμε το μερικό για το όλον, η (προ-)ιστορία μπορεί να εκκληθεί για να αποδείξει οτιδήποτε. Η στρατευμένη χορτοφαγία μπορεί μ’ ευκολία να ανιχνεύσει τα κοινωνικά δεινά στη βρώση κρέατος, και να τα αντιπαραθέσει με τη φαινομενικώς καλύτερη ζωή των χορτοφάγων πιθήκων. Όμως κι η αντίθετη επιλογή είναι εξίσου καλά τεκμηριωμένη. Η κρεατοφαγία έχει ειδωθεί ως η καταγωγή ενός ουσιαστικού τμήματος της ανθρωπότητας: της κοινωνικότητας. Όπως πολλά αρπακτικά, τα δελφίνια έχουν μια μορφή συνεργασίας, ιεραρχίας, κωδίκων, κλπ. Νοημοσύνη σημαίνει να είσαι ικανός να αντιμετωπίζεις νέες καταστάσεις και να προσαρμόζεσαι σε διαρκώς αναδυώμενους παράγοντες. Τα ζώα που σκοτώνουν συνήθως έχουν πολλές περισσότερες κοινωνικές σχέσεις απ’ τα θηράματά τους. Τώρα, που μας οδηγεί αυτό; Σ’ ένα πιο βιολογικό επίπεδο, υπάρχουν ισχυρισμοί πως η άνοδος μικρών εθνών που καταναλώνουν ζωική πρωτεΐνη (αρχαία Ελλάδα, Αγγλία, Ιαπωνία) έδειξε την ανωτερότητα της κρεατοφαγίας. Ξανά, τι σημαίνει αυτό; Η «φύση» μας παρέχει τόσες αποδείξεις που αποδεικνύουν οποιοδήποτε ισχυρισμό, χρήζοντάς τους συνεπώς περιττούς.

Δεν είναι επειδή [οι ισχυρισμοί αυτοί] αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους σαν πράγματα, όπως και τα ζώα και τα δέντρα είναι επίσης πραγμοποιημένα [στους ισχυρισμούς αυτούς];

Η αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι απαράδεκτη επειδή κατάγεται απ’ το σφαγείο. Η κριτική μας για τον καπιταλισμό είναι ακριβώς πως η παραγωγή αξίας μετατρέπει τα πάντα, είτε είναι κρέας είτε ποίηση, σε εμπόρευμα, και δεν έχει νόημα να ζητάμε περισσότερα ερωτικά ποιήματα και λιγότερα χάμπουργκερ. Όσο και τα δύο προϊόντα είναι κερδοφόρα, τα εργοστάσια θα συνεχίζουν να τα παράγουν. Θα μπορούσε να είναι ένα εργοστάσιο οποιουδήποτε προϊόντος. Είναι η κοινωνία του μεταφορικού ιμάντα που πρέπει να κατανοηθεί κι επαναστατικοποιηθεί, είτε παράγει συσκευασμένο βοδινό είτε ψωμί ολικής αλέσεως είτε ψυγεία.

2. Η αντιμετώπιση οποιουδήποτε ζητήματος (εδώ: η κρεατοφαγία/χορτοφαγία, ή η ζωική συνθήκη) προϋποθέτει να ρωτήσουμε από που προέρχονται τα ίδια τα ερωτήματα

Γιατί ο μέσος νεαρός δυτικοευρωπαίος των πόλεων των αρχών του 21ου αιώνα μισεί να βλέπει τύπους ντυμένους στα χακί που πάνε να πυροβολήσουν λαγούς και πάπιες;

Η οικολογική συνείδηση κι ανησυχίες, και οι αντιδράσεις στη βία εναντίον των ζώων δεν αποτελούν σημάδια της ανθρωπότητας που επιτέλους αποκτά συνείδηση των επιπτώσεών της στον υπόλοιπο πλανήτη, αλλά την αναγκαιότητα του κεφαλαίου να σκεφτεί παγκόσμια και να λάβει υπόψη του το παρελθόν και το παρόν, από τους ναούς των Μάγια έως τις φάλαινες και τα γονίδια. Όλα όσα κυριαρχεί πρέπει να ελέγχονται και ταξινομούνται ώστε να διαχειριστούν. Ότι μπορεί να πωληθεί πρέπει να προστατευτεί. Το κεφάλαιο κατέχει τον κόσμο και κανένας ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αμελεί την ιδιοκτησία του.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η αστική τάξη σπατάλησε τη ζωή και την εργασιακή δύναμη εκατομμυρίων προλετάριων. Χάρη, εν μέρει, στη δράση των εργατών, αυτό άλλαξε σε μια λιγότερο καταστροφική και περισσότερο επικερδή εκμετάλλευση. Τώρα το κεφάλαιο δεν μπορεί να κατασπαταλεί εκατομμύρια μαϊμούδων και δέντρων.

Δεν είναι σύμπτωση που μια οξεία ευαισθησία για τη συνθήκη των ζώων εμφανίστηκε την ίδια στιγμή με τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα και την καλλιέργεια τύπου στρατόπεδου συγκέντρωσης. Ο ανθρωπισμός και το νεωτερικό κράτος εμφανίστηκαν μαζί. Η εκβιομηχάνιση των πάντων (ανθρώπων, ζώων, καθώς και τροφίμων για ανθρώπους και ζώα) πηγαίνει μαζί με τη διαμαρτυρία ενάντια στις αδικίες που γίνονται στα πάντα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, η χορτοφαγία έχει αναπτυχθεί με τον ίδιο ρυθμό με τις αγροτικές επιχειρήσεις, και επίσης τα αισθήματά μας: τρώμε τυλιγμένα σε πλαστικό σάντουιτς με χοιρινό αλλά αρνούμαστε να φορέσουμε γούνες βιζόν. Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει κρέας χωρίς αίμα, καπνό χωρίς νικοτίνη, εμπορεύματα χωρίς ιδρώτα, πόλεμο χωρίς πτώματα, αστυνομία χωρίς γκλομπ, γκλομπ χωρίς μώλωπες, χρήμα χωρίς κερδοσκοπία.

Μ’ αυτή την έννοια, οι πιο σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης μας βοηθούν να κατανοήσουμε τις πιο οπισθοδρομικές.

Αυτό που συμβαίνει στα ζώα είναι ένα υποβαθμισμένο προϊόν της «ταξικής πάλης», της εξέλιξης των σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας μετά τις εξεγέρσεις των δεκαετιών του 1960 και 1970 στους χώρους εργασίας. Οι μάνατζερ προσπαθούν να κάνουν τον χώρο εργασίας περισσότερο ασφαλή και λιγότερο καταστροφικό (δηλαδή, περισσότερο παραγωγικό) ενός πολύτιμου κεφαλαίου: της εργασίας. Η εκμετάλλευση των ζώων αντιγράφει αυτή τη διαδικασία. Τείνει να πειραματίζεται λιγότερο σε ζώα ώστε να κερδίσει περισσότερα απ’ αυτά, με πόνο αν χρειαστεί, ανώδυνα αν μπορεί: «μείωση στον αριθμό των ζώων που θυσιάζονται, βελτίωση των τεχνικών που προκαλούν πόνο κι αντικατάσταση των ζωντανών ζώων με προσομοιώσεις ή καλλιέργειες κυττάρων» (Newsweek, 16 Ιανουαρίου 1989).

Οι διαμαρτυρίες ενάντια στην κακοποίηση των ζώων είναι παράλληλες με τη γενικότερη διεκδίκηση μιας πολυπολιτισμικής, περισσότερο ανοικτής, μη-επιθετικής κοινωνίας.

Το ίδιο το ερώτημα πρέπει να αμφισβητηθεί. Η έμφαση στη «βαναυσότητα» υπονοεί πως μια «ήπια» μεταχείριση θα είναι αποδεκτή. Η επιμονή στις «αποκείμενες» εργασιακές συνθήκες καλεί σε ανεκτή εργασία. Η μάχη ενάντια στις υπερβολές υποστηρίζει λογικά την μετριοπάθεια. Ας υποθέσουμε πως αυτά τα φρικτά (και συχνά απλώς ηλίθια) πειράματα μπορούσαν να είναι αληθινά ανώδυνα, ακόμη και ευχάριστα για τα ζώα. Θα συνεχίζαμε να διαφωνούμε στις έρευνες για το «στρες» και τις δοκιμές καλλυντικών, ακριβώς όπως θεωρούμε τους «χαρούμενους» εργάτες της Ford ακόμη περισσότερο αλλοτριωμένους.

3. Η ανθρώπινη κι η ζωική συνθήκη χειροτερεύουν μόνο με την έννοια πως τα πάντα κεφαλαιοποιούνται. Συνεπώς, τα πιο ορατά δεινά ανθρώπων και ζώων γίνονται λιγότερο ορατά.

Η μπροσούρα σας ξεκινάει με τη θεώρηση πως δεν υποφέρουν μόνο οι μάζες απ’ την αυξανόμενη εκμετάλλευση και την αναπτυσσόμενη φτωχοποίηση, αλλά πως και τα ζώα σφαγειάζονται και βασανίζονται περισσότερο από πριν.

Η ζωή είναι χειρότερη, αλλά όχι ακριβώς με τον τρόπο που λέτε. Δεν υπάρχουν περισσότεροι λιμοί ή μαζικοί θάνατοι ανθρώπων απ’ ότι το 1900 ή το 1945. Όσον αφορά το φαγητό, η διατροφή του μέσου δυτικού εργάτη είναι σίγουρα πλουσιότερη και πιο ισορροπημένη απ’ την εποχή του Μαρξ: λαμβάνει τόσο βιομηχανοποιημένο φαγητό όσο και βιομηχανοποιημένη διασκέδαση ή ταξίδια. Το προσδόκιμο ζωής ακόμη ανεβαίνει: αν μειώνεται στη Ρωσία, είναι επειδή η Ρωσία υποφέρει από έναν οπισθοδρομικό καπιταλισμό. Τα sweatshops δεν είναι το μέλλον του κεφαλαίου, ούτε τα επιδόματα είναι η κύρια πηγή εισοδήματος μεταξύ των προλετάριων. Θα κάναμε λάθος αν περιγράφαμε ως κόλαση ένα μέρος που κανείς δεν θεωρεί παράδεισο.

Εκείνο που είναι χειρότερο από το 1848, το 1917 ή το 1945, είναι πως ποτέ πριν τόσα έμβια ή άβια πράγματα δεν είχαν μετατραπεί σε χρήμα και σε χρηματοπαραγωγικές διαδικασίες. Ποτέ οι άνθρωποι δεν υπήρξαν περισσότερο εξαρτημένοι σε κάτι πάνω απ’ αυτούς και… μέχρι σήμερα, ανήμποροι ή απρόθυμοι ν’ αλλάξουν αυτή την κατάσταση.

Όπως είπε η Καταστασιακή Διεθνής, εκείνο που έχει σημασία είναι η κριτική του πλούτου που προσφέρει αυτή η κοινωνία, όχι της φτώχειας που μας επιβάλλει. Επειδή και τα δύο πάνε πακέτο. Στην πολιτικά ορθή ζαχαρένια εικόνα αγάπης για τα ζώα που μας παρουσιάζει αυτή η κοινωνία ενυπάρχει ο ίδιος τρόμος με τις σφαγές που λαμβάνουν χώρα κρυμμένες πίσω από τείχη. Δεν ήταν η Αστυνομία Σκέψης ή το Δωμάτιο 101 που έκανε απεχθές τον κόσμο του 1984, αλλά ο καθολικός κομφορμισμός του. Η τελική αγάπη του Γουίνστον για τον Μεγάλο Αδερφό είναι τουλάχιστον εξίσου τρομακτική με τα βασανιστήρια που υπέστη.

Το κεφάλαιο ακρωτηριάζει κι εξευτελίζει ανθρώπους. Σκοτώνει εκατομμύρια ζώων. Πράγματι. Αλλά όπου το κεφάλαιο αναπτύσσεται και γίνεται πιο «καθαρά» καπιταλιστικό, καταφεύγει πολύ λιγότερο στο μαρτύριο και την ανοικτή βία. Η ουσία (και συνεπώς η αντίφαση) του καπιταλισμού δεν βρίσκεται στα άκρα του. Τόσο οι γενοκτονίες όσο κι οι σφαγές βοοειδών είναι αναπόφευκτα αποτελέσματα του κεφαλαίου: αλλά δεν το ορίζουν.

Ακριβώς όπως η εκμετάλλευση των ζώων, έτσι ο σεξισμός κι ο ρατσισμός αποτελούν αναγκαία συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού. Μόνο όμως όταν τα χρειάζεται. Περιοδικά τα αντικαθιστά με καλύτερα προσαρμοσμένες μορφές. Ο άτυπος ή θεσμικός ρατσισμός πάντα θα επανεμφανίζονται στην επιφάνεια κάποιας καπιταλιστικής χώρας, αλλά δεν είναι πουθενά ουσιαστικά ουσιαστικός του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το απαρτχάιντ δεν ήταν «η» μορφή της μισθωτής εργασίας στη Νότια Αφρική. Δεκαπέντε χρόνια πριν, φίλοι μας λέγαν πως οι αγώνες ενάντια στο απαρτχάιντ μάχονταν τον καπιταλισμό, καθώς η νοτιοαφρικανική οικονομία βασιζόταν στον ρατσισμό και ποτέ δεν θα μπορούσε χωρίς αυτόν. Τώρα όμως μπορεί. Και στην πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις υπήρξαν μεταξύ των κινητήριων δυνάμεων που ξεφορτώθηκαν το απαρτχάιντ.

Έχετε δίκιο πως τα McDonald’s βρίσκονται στην καρδιά πολλών εκ των πτυχών της σημερινής κοινωνίας. Μα ακριβώς, τα McDonald’s δεν μπορούν να περιγραφτούν μόνο σαν μια συγκέντρωση τρόμων (κακό φαγητό + υποβαθμισμένες κοινωνικές σχέσεις για τους πελάτες, χαμηλοί μισθοί + φρικτές εργασιακές συνθήκες για τους εργάτες, περισσότερα ζώα που σκοτώνονται και αυξημένη κυριαρχία των αμερικανικών επενδύσεων και τρόπου ζωής). Όλα αυτά αληθεύουν αλλά, απ’ τη στιγμή που μιλάτε από μια ποιοτική οπτική, χάνεται τόσο την ελκυστικότητα όσο και τον αντίκτυπο του junk food και της junk εργασίας. Η έννοια του fast food είναι ιστορικά δεμένη στις ιδέες του ασφαλούς φαγητού (τα μέρη αυτά έχουν τουλάχιστον τα ίδια στάνταρ υγιεινής με τις περισσότερες μπυραρίες και τις καφετέριες που μας αρέσουν), του να μπορείς να φας μόνος σου αν το θελήσεις, της μη-δέσμευσης σε άλλους, της ελάχιστης φυσικής επαφής κι ομιλίας, της ταχύτητας, καθώς και της παροχής μιας περιστασιακής εργασίας, κυρίως για τους νέους. Αυτές οι ιδέες αποτελούν περισσότερα από μια ιδεολογία, εκφράζουν την πραγματικότητα του ελεύθερου χρόνου και της δουλειάς στην εποχή της τηλεόρασης και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πράγματι εκμετάλλευση, όμως η υποβόσκουσα βία (σε ανθρώπους και ζώα) μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως η άλλη όψη του fast food. Τα McDonald’s είναι εξίσου εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, αλλά ισχυρίζονται πως είναι (και είναι, έως έναν βαθμό) φιλικά προς τον καταναλωτή, το πρωσοπικό και τα ζώα. Το να φας ένα χάμπουργκερ σ’ ένα εστιατόριο fast food μπορεί να σε εμπλέκει λιγότερο κοινωνικά απ’ το να κάτσεις σε μια μπυραρία ή μια καφετέρια.

Το κεφάλαιο παίρνει ζωή (σε όλες τις μορφές, από ανθρώπινη εργασία, δέντρα κι αγελάδες έως παραμύθια και συναισθήματα), την αναπαράγει και μας τη δίνει πίσω. Αυτό είναι που τη διαχωρίζει απ’ τα περασμένα εκμεταλλευτικά συστήματα. Εκεί κείτεται η δύναμή του. Σ’ αντίθεση με τον βρυκόλακα, απομυζά την ενέργειά μας αλλά παράλληλα μας διατηρεί ζωντανούς και μας βάζει να αναπτυσσόμαστε, να παράγουμε, ν’ αγοράζουμε και να δρούμε. Η παραγωγή αξίας κι ο καταναλωτισμός λειτουργούν επειδή είμαστε τόσο ενεργητικοί όσο και παθητικοί. Γιατί οι υπολογιστές είναι δημοφιλείς; Γιατί τα αθλήματα είναι δημοφιλή;

Το κρέας υπήρξε πράγματι ένα σύμβολο ταξικής ανωτερότητας. Αλλά δεν φέρνεται τα πράγματα ανάποδα; Είναι εξίσου εφικτό οι κυβερνώντες να κρατούσαν για τον εαυτό τους αυτό που είχε μεγαλύτερη θρεπτική αξία. Τέλος πάντων. Ο δυτικός εργάτης (ιδίως ο άντρας) ακόμη πιστεύει στην υπερκατανάλωση τροφίμων κι απολαμβάνει το κόκκινο κρέας, ενώ η ελίτ έχει τώρα κινηθεί προς πολύ περισσότερο ισορροπημένες διατροφές. Το να είσαι πλούσιος τώρα σημαίνει να πηγαίνεις σ’ ακριβά υγιεινά μαγαζιά – συχνά χορτοφαγικώς προσανατολισμένα. Στην Καλιφόρνια, τα γωνιακά junk food για τις κατώτερες τάξεις και τα μεγάλα καταστήματα «οργανικών τροφίμων» για τις μεσαίες τάξεις είναι σαν να επισκέπτεσαι δύο διαφορετικούς πλανήτες.

Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, ο καταναλωτισμός σταδιακά διευρύνει στους περισσότερους αυτό που παλιότερα ήταν το προνόμιο των λίγων και, ταυτοχρόνως, η μαζικοποίηση υποβαθμίζει αυτό που φέρνει στο κάθε σπίτι. Η τεχνολογία μπορεί τώρα να φτιάξει τρόφιμα οποιουδήποτε σχήματος, υφής και γεύσης. Μια μέρα ίσως να υπάρξουν χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες, τέλειες σε κόκκαλα, σάρκα, πέτσα και χρώμα, φτιαγμένες από συνθετικούς έμβιους οργανισμούς, εξίσου γευστικές με τις πραγματικές, υγιεινές,  φτηνές και άφθονες. Η σφαγή πουλερικών θα μειωνόταν στο ελάχιστο και μόνο για τις ανώτερες τάξεις, με υποτιθέμενες ανώδυνες και μη-αγχωτικές συνθήκες, σε παλαιού τύπου φάρμες όπου οι κότες τριγυρνάνε στην αυλή, πιθανώς υπό την επίβλεψη της RSPCA (Βασιλική Κοινωνία για την Αποτροπή της Κακοποίησης των Ζώων). Φυσικά, οι περιθωριοποιημένες μάζες του ημιεκβιομηχανισμένου κόσμου ακόμη θα σκοτώνουν κοτόπουλα με τον βαναυσότερο τρόπο, τρομοκρατώντας τους δυτικούς δημοσιογράφους. Όχι περισσότερο απ’ το μη-βίαιο, φιλικό για τον εργάτη, εργοστάσιο.

Η σχέση μεταξύ ανθρώπου και (της υπόλοιπης) φύσης αντανακλά τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων. Το κεφάλαιο πράγματι στηρίζεται στην κακοποίηση, τον περιορισμό και την καταστολή. Όμως η ουσία του δεν είναι περισσότερο βίαιη από μη-βίαιη. Είναι σκληρό όταν πρέπει, μαλακότερο όταν γίνεται πιο κερδοφόρο. Ο εξαναγκασμός πεντάχρονων παιδιών σε 12ωρη εργασία ήταν αναγκαία το 1830, όμως όπως έχει δείξει η ιστορία, όχι ομοούσια με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Η προοπτική των συνθετικών τροφίμων καθιστά τώρα το κεφάλαιο ικανό να εκπληρώσει τερατωδώς το όνειρο των βιοτροφίμων.

4. Το ζήτημα των ζώων μπορεί να τεθεί μόνο ως ανθρώπινο ζήτημα

Θα ήταν παράλογο να θέταμε τη ταξική πάλη πριν τη φύση. Το κομμουνιστικό κίνημα δεν θέτει τον μηχανικό εναντίον της αγελάδας. Ο στόχος δεν είναι η ανασύνθεση της προλεταριακής τάξης, αλλά η αποσύνθεση όλων των τάξεων.

Όμως, η εκμετάλλευση των υπαλλήλων των McDonald’s έχει πολύ μεγαλύτερη ιστορική σημασία απ’ τις αγελάδες. Όχι επειδή οι άνθρωποι θα υποφέρουν περισσότερο ή επειδή ο πόνος των αγελάδων θα έχει λιγότερη σημασία, αλλά επειδή μόνο οι άνθρωποι μπορούν να βάλουν ένα τέρμα στα McDonald’s.

Τα ζώα δεν εργάζονται. Είναι παραπλανητικό ν’ αποκαλούμε «εργασία» αυτό που ένα άλογο ή ένας μεταξοσκώληκας είναι εκπαιδευμένα να κάνουν ή εξαναγκάζονται να κάνουν. Επειδή τότε αποδίδεται στη λέξη ένα τελείως διαφορετικό νόημα απ’ τις πολλές εκδοχές εργασίας όπως τις γνωρίζουμε (δουλεία ή δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία, οικιακή εργασία, σχολική εργασία για το σπίτι). Η εργασία οργανώνεται από τον αφέντη, το αφεντικό, τον διευθυντή… αλλά ο εργάτης πάντα πρέπει να παίξει τον ρόλο του σ’ αυτή την οργάνωση, και μπορεί ν’ αλλάξει τη θέση με οποιονδήποτε τον οργανώνει και ν’ αμφισβητήσει την οργάνωση. Η «δραστηριότητα» των ζώων δεν είναι ούτε το αντίθετο ούτε το ίδιο με την αλλοτριωμένη εργασία: είναι κάτι άλλο.

Το κομμουνιστικό κίνημα δεν αντιδρά στην μοίρα των θυμάτων – είτε είναι άνθρωποι είτε ζώα.

Το πως θ’ αλλάξει αυτός ο κόσμος εξαρτάται από το πάνω σε τι βασίζεται.

Ο Camatte, ο Perlman, οι πριμιτιβιστές, και σ’ έναν μεγάλο βαθμοί οι «αυτόνομοι», εκκινούν από το γεγονός πως υπάρχει μια κυριαρχία επί των πάντων: βλέπουν αυτή την κοινωνία σαν να βασίζεται στον έλεγχο (εκ του οποίου η παραγωγή είναι μόνο ένα τμήμα) κάθε μορφής ζωής. Συνεπώς, το κοινό στοιχείο μεταξύ ανθρώπου και ζώου έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ τις διαφορές.

Εμείς ισχυριζόμαστε πως ο καπιταλισμός κυβερνά, και πως το κεφάλαιο βασίζεται στην αξιοπαραγωγική εργασία. Το να θέτει τους ανθρώπους σ’ εργασία είναι το κλειδί για τη τιθάσευση των πάντων.

Όλα τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (δουλεία, περιφράξεις, εκποιήσεις, η γραμμή παραγωγής) δείχνουν σε μια κοινωνική (δηλαδή, μεταξύ ανθρώπων) σχέση, όπου τα ζώα πράγματι υποφέρουν, όμως το κίνητρο πίσω απ’ αυτόν τον πόνο ήταν να τεθούν άνθρωποι σ’ εργασία (τα πρόβατα δεν κουρεύουν πρόβατα). Μια οργάνωση της εργασίας αντικατέστησε μια παλιότερη που ήταν λιγότερο παραγωγική. Η βιομηχανία των ζώων δεν δημιουργεί ένα προλεταριάτο: η δημιουργία ενός προλεταριάτου υπήρξε ένας εκ των όρων για τη βιομηχανία των ζώων.

5. Κανένα lifestyle δεν είναι ανατρεπτικό

Ο Arthur Cravan ισχυρίστηκε πως ήταν λιποτάκτης σε 17 χώρες. Είμαστε λιποτάκτες. Όχι όμως επειδή η φυγή απ’ τον κόσμο θα τον αλλάξει. Απλώς, δεν ανήκουμε σ’ αυτόν. Αν απέχω απ’ τις εκλογές, δεν είναι επειδή στο βάθος της καρδιάς μου θα προτιμούσα για πρωθυπουργό τη Θάτσερ αντί του Κάλαχαν, αλλά απαγορεύω τον εαυτό μου να ψηφίσει λόγω επαναστατικών αρχών. Δεν χρειάζεται να με πιέσω. Ειλικρινά θεωρώ πως ο Κάλαχαν δεν είναι καλύτερος απ’ τη Θάτσερ. Και (σ’ αντίθεση με τους αριστερούς που ψηφίζουν το Κόμμα των Εργατικών ως το μικρότερο κακό) ξέρω πολύ καλά πως η στάση μου δεν έχει κανένα απολύτως άμεσο αντίκτυπο. (Στην καλύτερη, το αποτέλεσμά της είναι να βοηθήσει να διατηρηθεί ζωντανή κάποια κοινότητα μεταξύ εκείνων των λίγων ανθρώπων που δεν ψηφίζουν για λόγους παρόμοιους με τους δικούς μου).

Η αποχή απ’ τον κόσμο δεν τον αποτρέπει απ’ το να συνεχίσει. Αν δεν θέλω να λάβω μέρος στην εκμετάλλευση κανενός, το καλύτερο είναι να μην αγοράσω ποτέ μετοχές, να μην έχω τραπεζικό λογαριασμό, συνεπώς είτε να ξοδεύω όλα μου τα χρήματα με το που τα παίρνω ή να τα κρατάω σε μετρητά στο σπίτι. Γιατί όχι; Στο τέλος της ζωής του, ο Ζαν Ζενέ δεν είχε σχεδόν καθόλου υπάρχοντα, ζούσε σε ξενοδοχεία, κι επέμενε να πληρώνεται σε μετρητά ώστε να μπορεί να τα χρησιμοποιεί και να τα κυκλοφορεί όπως ήθελε. Δεν έκανε το καλύτερο, αλλά το καλύτερο που μπορούσε για να χειριστεί τα χρήματά του σ’ έναν κόσμο χρήματος. Να ζητήσουμε απ’ τους εαυτούς μας να κάνουμε το ίδιο; Να το ζητήσουμε απ’ τους φίλους μας;

Όπως κι η στάση του Ζενέ, ο βιγκανισμός είναι προσωπικός. Μερικές στάσεις ίσως αναμφίβολα να είναι «κακές», όμως καμία δεν είναι ανώτερη απ’ τις άλλες. Είναι ανούσιο ν’ αναρωτιόμαστε τι είναι κοντινότερο στον κομμουνισμό. Το εισόδημα του Ζενέ προερχόταν απ’ το γεγονός πως ήταν μέρος του κόσμου της λογοτεχνίας. Που καλλιεργείται η σόγια; Ποιος την καλλιεργεί; Με τι αμοιβή;

Η λιγότερο μη-κομμουνιστική στάση ίσως να είναι να μην επιλέξεις έναν τρόπο ζωής. Να ζήσεις με ελάχιστες μόδες, να παραμείνεις όσο το δυνατόν περισσότερο ανοικτός: να κοιμάσαι σ’ ένα ιγκλού στη Γροιλανδία, σ’ ένα ινδιάνικο αντίσκοινο στη Βόρεια Αμερική, σε μια εργατική κατοικία στη Ρώμη, οδηγώντας φορτηγό στην Κένυα και διδάσκοντας αγγλικά στην Νότια Κορέα, ψωνίζοντας στο Tesco στο Μπάτερσι με τους ντόπιους προλετάριους και να ψαρεύεις με τους χωρικούς ενός νησιού του νότιου Ειρηνικού. Να προσαρμοστείς σε πολλές τροφικές και σεξουαλικές συνήθειες χωρίς να δεσμευτείς σε καμία εξ αυτών. Αυτό θα ήταν εξίσου διαφορετικό απ’ τον «αντιρρησία» που απομονώνεται απ’ τον κόσμο όσο κι απ’ τον τύπο του εναλλακτικού χώρου που βρίσκει καταφύγιο στον μικροκοσμό του.

Ένας τέτοιος (φανταστικός) «πολίτης του κόσμου» ή «ταξιδευτής του ανθρώπινου είδους» δεν θα έθετε τον εαυτό του ως πρότυπο. Αναμφίβολα θα έπεφτε πάνω σε δυσάρεστες πτυχές αυτού του πλανήτη: ο Κενυάτης φορτηγατζής ίσως συνεισφέρει στη διατάραξη της τοπικής ζωής, κάποιος τύπος σε μια παμπ του Μπάτερσι ίσως ν’ αντιπαθεί τους μαύρους, κλπ. Δεν παρουσιάζουμε ένα ιδεώδες τύπου On the Road. Αυτός ο ανύπαρκτος χαρακτήρας απλώς μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως ο κομμουνισμός θ’ ανοίξει την κάθε κατηγορία σε όλες τις άλλες.

Ίσως το κύριο ελάττωμα του βιγκανισμού (όπως και κάθε άλλης κοσμοαντίληψης βασισμένης σε μια συγκεκριμένη διατροφή) είναι η ιδέα πως ο άνθρωπος είναι ότι τρώει. Ο άνθρωπος είναι αυτό που κάνει, το οποίο περιλαμβάνει αυτό που τρώει, και οτιδήποτε κάνει το κάνει πάντα μαζί με άλλους.

Οι άνθρωποι μπορούν να είναι βίγκαν και κομμουνιστές. Μπορούν να είναι βίγκαν και να μην είναι κομμουνιστές ή και να είναι αντικομμουνιστές.

Αν οι πάνκηδες πιθανόν παίζουν ένα μεγαλύτερο μέρος στις κοινωνικές αναταραχές απ’ ότι αυτοί που παρακολουθούν όπερα δεν έχει να κάνει με κάποια υποτιθέμενη υπεροχή των Sex Pistols επί του Μοντεβέρντι, αλλά μάλλον με το γεγονός πως το κοινό του πανκ είναι κατώτερης τάξης απ’ το Κόβεντ Γκάρντεν. Οι πάνκηδες δεν θα είναι επαναστάτες ως πάνκηδες.

Ο βιγκανισμός ασχολείται με την κοινωνική και συμβολική ισχύ του κρέατος. Κανένας βίγκαν δεν στοχεύει σ’ ένα ισχυρό πλήγμα στη βιομηχανία ζώων: δρα ενάντια σε μια εικόνα. Τότε γιατί δεν αρνούμαστε να οδηγούμε; (Το οποίο φυσικά είναι ευκολότερο αν έχεις τα λεφτά να ζήσεις στο κέντρο αντί σ’ ένα μακρινό προάστιο μ’ ελλιπείς δημόσιες συγκοινωνίες). Γιατί δεν απέχουμε απ’ το να κάνουμε παιδιά; Αν όμως το κριτήριο είναι να είμαστε ανταγωνιστικοί προς την κοινωνία (όπως στην αρχαία Ελλάδα, όπου η άρνηση κατανάλωσης κρέατος ήταν προσβολή στις σχέσεις των θεών/ανθρώπων/ζώων, συνεπώς μια κριτική της κοινωνικής τάξης πραγμάτων), τότε σε μια χριστιανοκαθολική χώρα του 1700 ή ακόμη και του 1900 ήταν ανατρεπτικό να τρως κρέας την Παρασκευή (όπως έκαναν πράγματι κάποιοι στρατευμένοι άθεοι). Είναι αδύνατον να μετατρέψουμε μια ιδιαίτερη συμπεριφορά ή χειρονομία σε νόρμα ή αντινόρμα.

Αφετέρου, όσοι νομίζουν πως η ανθρωπότητα πήρε τη λάθος στροφή δεσμεύονται λογικά σε μια μάχη για έναν κόσμο οργανωμένο ειδικά ενάντια στην επιστροφή σ’ αυτό το πρωταρχικό λάθος και, για παράδειγμα, υπερασπίζονται μια ορισμένη διατροφή.

Συνεπώς, η συζήτηση αυτή έχει ένα ακόμη προτέρημα. Μας υπενθυμίζει πως ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω από ένα μοναδιαίο μεγάλο αίτιο ή αμάρτημα. Η κρεατοφαγία δεν είναι η ρίζα όλων των δεινών. Ούτε όμως είναι, για παράδειγμα, το χρήμα η καταβολή των πάντων που πάνε στραβά. Η ανθρωπότητα δεν πάσχει από μια ασθένεια που θα τη θεραπεύσει ο κομμουνισμός. Δεν υπάρχει κανένα φάρμακο. Είμαστε αμφισβητίες, όχι γιατροί. Δεν υπερασπιζόμαστε τη ψυχική υγεία ενάντια στην ασθένεια. Ο κομμουνισμός δεν είναι παραγωγή ή ζωή οργανωμένη διαφορετικά, χωρίς κυβερνώντες, για παράδειγμα, ή χωρίς ανταλλαγή για αξία. Μπορεί να οριστεί μόνο ως δραστηριότητα, ως κοινότητα. Οι άνθρωποι δεν θα ψάξουν για τρόπους κυκλοφορίας των αγαθών χωρίς χρήση χρήματος. Θα ζουν και θα φτιάχνουν πράγματα διαφορετικά, κι αυτή η διαφορά θα περιλαμβάνει την απουσία χρήματος: δεν θα υπάρχει ανάγκη υπολογισμού του μέσου χρόνου εργασίας αναγκαίου για την παραγωγή κάποιου πράγματος. Όσο οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκέφτονται πως πρώτα και κύρια πρέπει να «καταστείλουν» το χρήμα, ή τη διακριτή πολιτική εξουσία, ή οποιοδήποτε άλλο σημερινό κακό, είναι απόδειξη πως δεν φαντάζονται και δεν κάνουν εκείνο που μπορούν να κάνουν για να ζήσουν χωρίς αυτά τα κακά.

6. Η χορτοφαγία αρνείται μα παράλληλα αποδεικνύει τη ριζική διαφορά του ανθρώπου

Κανείς δεν ζητά απ’ το λιοντάρι να μην σκοτώνει αντιλόπες. Οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο πως η φύση πρέπει να έχει τον τρόπο της. Το κάλεσμα της φύσης… Μόνο απ’ τον άνθρωπο ζητείται να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Η χορτοφαγία τον ορίζει ως το ζώο που έχει την επιλογή, που μπορεί ν’ αποφασίσει να μην πληγώνει τα άλλα πλάσματα – και οφείλει συνεπώς να επιλέξει να μην τα πληγώνει. Με άλλα λόγια, ζητά απ’ τον άνθρωπο να πράξει στο όνομα του ίδιου του ανώτερου στάτους το οποίο παράλληλα αρνείται πως κατέχει. Λέγεται πως ανήκει στη φύση, πως το γνωρίζει, κι επειδή το γνωρίζει υποτίθεται πως δεν πρέπει να το εκμεταλλευτεί. Δεν υποδεικνύουμε μια ασυνέπεια ώστε να αρνηθούμε τη χορτοφαγία. Αυτό που πράγματι αρνούμαστε είναι τη δυνατότητα της απόδειξης ή μη-απόδειξης. Αυτή η λογική αντίφαση δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος ορισμού της «ανθρώπινης φύσης», ή μάλλον επίδειξης πως η «ανθρωπινότητα» διαφεύγει ορισμού.

«Το μόνο που γνωρίζει κανείς πραγματικά για την ανθρώπινη φύση είναι ότι αυτή αλλάζει. Η αλλαγή είναι η μόνη ποιότητα που μπορούμε ν’ αναμένουμε απ’ αυτή. Τα συστήματα που αποτυγχάνουν είναι εκείνα που στηρίζονται στην μονιμότητα της ανθρώπινης φύσης, κι όχι στην ανάπτυξη και την εξέλιξή της» (Όσκαρ Ουάιλντ, Η Ψυχή του Ανθρώπου στον Σοσιαλισμό).

Ακούμε να λένε πως «ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που σκοτώνει για ευχαρίστηση», το οποίο συνεπάγεται πως ο φόνος δεν μπορεί ή δεν πρέπει να είναι απολαυστικός. Συμφωνούμε απόλυτα, όμως η διαβεβαίωση αυτού μόνο ανοίγει την μοιραία πόρτα προς το παράξενο απεριόριστο βασίλειο της απόλαυσης. Ποιος ή τι θα του θέσει όρια; Η λογική; Για χάρη του κοινού καλού; Η κατανόηση πως η δική μου απόλαυση εξαρτάται στη διεύρυνση κι όχι τη σύνθλιψη της απόλαυσης των άλλων; Πόσο απλό… πόσο αφελές! Ο Σαντ γνώριζε καλύτερα. Το ίδιο κι ο Φουριέ. Τίποτα δεν θα εξουδετερώσει απολύτως την αντικοινωνική κι αρνητική πλευρά της ανθρωπότητας.

Ο άνθρωπος δεν είναι βιολογικά κατάλληλος ή ακατάλληλος για να τρώει σάρκα. Στην πραγματικότητα, δεν είναι «φτιαγμένος για» τίποτα. Είναι ανώφελο να υπερασπίζεσαι την ομοφυλοφιλία στη βάση πως συμβαίνει σε κάποια είδη ζώων: είναι αλήθεια, αλλά δεν μας λέει πολλά πέρα απ’ την (ήδη γνωστή) ύπαρξη της ομοφυλοφιλίας. Ο άνθρωπος είναι κομμάτι της φύσης και διακριτός απ’ την υπόλοιπη φύση. Πόσο απ’ αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως στέκεται όρθιος κι έχει πανοραμική όραση; Πόσο απ’ αυτό προέρχεται από κοινωνικούς παράγοντες; Κάθε περίοδος επανερμηνεύει τα διαθέσιμα δεδομένα σύμφωνα με τις επικρατούσες ιστορικές οπτικές. Ο άνθρωπος είναι φύση και τέχνη.

Τόσο ο ανθρωποκεντρισμός (ο άνθρωπος είναι ανώτερος απ’ τα άλλα είδη) όσο κι ο «νατουραλισμός» (ο άνθρωπος πρέπει να επανενσωματωθεί στην υπόλοιπη φύση) ξεχνούν πως η ανθρώπινη φύση είναι η αναζήτηση της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος είναι το ον που ποτέ δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι. Τα συστήματα προσπαθούν να τον καθησυχάσουν. Όταν είναι καλύτερα εφησυχασμένος, όπως σε μια ολοκληρωτική κοινωνία (κι η καπιταλιστική μεγαμηχανή αποτελεί μια καθολική ολότητα), είναι περισσότερο καταστροφικός.

Οτιδήποτε κάνει το ανθρώπινο είδος ανθρώπινο, το καθιστά επίσης ικανό να εκπέσει και να χαθεί. Υπάρχει κάτι ανέφικτο στην ανθρωπότητα, και τίποτα δεν θα κάνει στην άκρη αυτό το ανέφικτο. Αν είμασταν χιμπατζήδες, γάτες ή τα λεγόμενα κοινωνικά έντομα, δεν θα γνωρίζαμε ούτε την μηλόπιτα ούτε τα αεροπλανοφόρα – ούτε κι αυτή τη συζήτηση.

7. Το να ελπίζουμε σε μια ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ του είδους μας και των άλλων ειδών θα ήταν εξίσου ανούσιο με το να αναμένουμε μια μη-βίαιη ανθρώπινη κοινότητα

Παρότι πολύ λίγοι από εμάς έχουν βρεθεί στο εσωτερικό ενός χοιροστασίου, ακόμη κι ένα παιδί έχει μια γενική ιδέα για το πως ένα γουρούνι μετατρέπεται στο μπέικον που τρώει. Κανείς δεν προσπαθεί ν’ αρνηθεί τη σύνδεση. Κάθε πολιτισμός το αντιμετωπίζει αυτό με τον δικό του τρόπο. Οι κυνηγετικές κοινωνίες μετέτραπαν τ’ άγρια ζώα σε τοτέμ. Στην παραδοσιακή ζωή της υπαίθρου τα παιδιά έπαιζαν με το οικογενειακό γουρούνι το σφάξιμο του οποίου θα ήταν αφορμή εορτών. (Μια αμοντάριστη κινηματογράφηση μιας τέτοιας σφαγής + διασκέδασης θα τρομοκρατούσε το τηλεοπτικό κοινό περισσότερο απ’ το θέαμα χιλιάδων λιμοκτονούντων Αφρικανών. Καμία κοινωνία δεν έχει υπάρξει τόσο ακραία στον συνδυασμό μαζικών σφαγών και υποκρισίας. Συμπεριφερόμαστε στα ζώα όπως και στους ανθρώπους -όχι το αντίστροφο- μόνο πολύ χειρότερα).

Ο απαισιόδοξος θ’ απαντήσει πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα επ’ αυτού. Ο χορτοφάγος θα προσπαθήσει να προωθήσει τον ερχομό ενός κόσμου όπου οι άνθρωποι δεν θα εξημερώνουν, χρησιμοποιούν και τρώνε ζώα. Κι οι δύο χάνουν μια αντίφαση την οποία η ζωή των ζώων επίσης αγνοεί (η γάτα ακόμη δεν αναρωτιέται αν είναι σωστό ή λάθος να σκοτώσει το ποντίκι). Σ’ αντίθεση με τις απαισιόδοξες ή τις κυνικές προτάσεις, δεν μπορούμε απλά να αγνοήσουμε την μοίρα των ζώων. Σ’ αντίθεση με τις επιθυμίες των χορτοφάγων, δεν μπορούμε να συμπεριφερθούμε στα ζώα όπως συμπεριφερόμαστε στον συνάνθρωπό μας: μπορούμε μόνο να το προσποιηθούμε. Και δεν μπορούμε να το ξεχάσουμε. Ο άνθρωπος δεν είναι σαν τα άλλα ζώα, κι είναι εξαναγκασμένος να έχει συνείδηση αυτού και να τα βγάζει πέρα μ’ αυτό. Η ανθρώπινη ύπαρξη βασίζεται σε τέτοιες αντιφάσεις. Το να μας σκεφτόμαστε σαν μελλοντικά πτώματα ίσως κόψει το πάθος μας για ζωή. Ο αναστοχασμός επί της ανόδου και της πτώσης των πολιτισμών ίσως διαταράξει τις μεγάλες ιστορικές προσδοκίες μας.

Ο κομμουνισμός θα μεταβάλλει τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και τη σχέση του ανθρώπου με τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, και συνεπώς των όρων της αντίφασης, όχι την ύπαρξή της. Στο έτος 3000, μπορεί η ανθρωπότητα να έχει μειωθεί σε 5 εκατομμύρια ανθρώπους που θα είναι όλοι βίγκαν. Ίσως… όμως μια και μοναδική διατροφή φαντάζει τόσο απίθανη όσο το σεξ να υποβαθμιστεί σε μια μόνο στάση κι η στέγαση σ’ ένα μόνο είδος καταλύματος. Όμως, στη τελική, γιατί όχι! Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν ξέρει. Τα ανθρωπολογικά δεδομένα αντ’ αυτού προτείνουν την ατελείωτη ποικιλία και το απρόβλεπτο των τρόπων και των μέσων.

Η ενσυναίσθηση με τα έμβια όντα διευρύνεται «φυσικά» σε κάθε μορφή ύπαρξης, ακόμη και πέρα απ’ τη ζωή. Όλοι έχουμε νιώσει ντροπή κι οργή όταν κάποιος άγονος λόφος διανοίχτηκε ή εξαλείφθηκε για την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου. (Όμως είναι αξιοσημείωτο πως δεν νιώθουμε την ίδια λύπη για το ίδιο είδος λόφου όταν μετατρέπεται σ’ αυτό που θεωρούμε ένα φανταστικό πάρκο όπου συναντιόμαστε και διασκεδάζουμε).

Από μια ολιστική ή κοσμική άποψη, μπορούμε να μοιραστούμε συναισθήματα με το τριαντάφυλλο που τρέμει όταν αισθάνεται πως μαδιέται. Μερικοί άνθρωποι έχουν μια ασυνήθιστη συμπάθεια για τα φυτά. Ένας φίλος μου κάποτε προσπάθησε να «διασώσει» ένα μικρό δέντρο από ένα μοτοποδήλατο που κάποιος είχε πετάξει στην κορυφή των εύθραστων κλαδιών του. Οι εραστές των αγριολούλουδων αναστατώνονται στη θέα κομμένων λουλουδιών περισσότερο απ’ όταν ακούνε για ένα σφαγείο. «Δεν έχεις καμία ευαισθησία;» ρωτούν. Μια κοινή απάντηση είναι: «τα φυτά δεν έχουν νευρικό σύστημα». Εδώ είναι ακριβώς που κείτεται το πρόβλημα: που τραβάμε τη γράμμη; Με ποια κριτήρια; Για τον εραστή της χλωρίδας, είναι το φυτό που είναι ήσυχο κι αθώο, όχι ο αμνός που το τρώει. Να τον αποκαλέσουμε διεστραμμένο;! Ο τρόμος ενάντια στο σφαγείο χωρίζει τα όντα μεταξύ ζώων και φυτών. Τότε τι γίνεται με τους Αφρικανούς που τρώνε μυρμήγκια και τερμίτες; Πιθανώς χίλιες ακόμη νέες ταξινομήσεις θ’ ανθίσουν στον κομμουνισμό.

Όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε στο Για Έναν Κόσμο Χωρίς Ηθική Τάξη, αυτό δεν θα σήμαινε πως το πέρασμα μιας γραμμής θα ήταν απλό κι εύκολο. Αν τα πάντα ήταν εφικτά κι ανώδυνα ανά πάσα στιγμή, θα αποδείκνυε μόνο πως τα πάντα έχουν γίνει το ίδιο, αδιαφοροποίητα, ουδέτερα, ανάξια. Τίποτα δεν διακυβεύεται όταν τίποτα δεν ρισκάρεται. Ποιος θέλει έναν λήθαργο όπου η ανταμοιβή για την αποτίμηση και τη αδράνεια είναι να μην πληγώνεσαι ποτέ; Ποιος θα ήθελε να ζει σε μια τηλεοπτική διαφήμιση που έγινε πραγματικότητα; Η ευχαρίστηση προϋποθέτει τη δυσαρέσκεια, κι οι προτιμήσεις μας πηγαίνουν στο πλάι των απεχθειών μας. Μια σημαντική διαφορά μεταξύ του κομμουνισμού και της σημερινής εποχής, ωστόσο, είναι πως οι άνθρωποι δεν θα παριστάνουν πως οι κανόνες τους κι οι συνήθειές τους κι οι διατροφές τους θα είναι οικουμενικές στον χρόνο και τον χώρο.

Το παλιό ντιμπέιτ μεταξύ κρεατοφαγίας και χορτοφαγίας συνεισφέρει περισσότερα σε μια κατανόηση της «ανθρώπινης φύσης» απ’ ότι στο να μάθουμε τι να τρώμε. Δεν υπάρχει «καλή» ή φυσική διατροφή (η υπερβολική βότκα και πατατάκια είναι κακά όμως).

Ο κομμουνισμός συμφιλιώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους, τον άντρα και τη γυναίκα, τον ενήλικο και το παιδί, τον άθρωπο με τον εαυτό του, τ’ ανθρώπινα ζώα με τα μη-ανθρώπινα ζώα, τους ανθρώπους με την υπόλοιπη φύση… αλλά όχι με τη έννοια πως θέτει ένα τέλος στην αντιπαράθεση. Είναι αδύνατο να προβλέψουμε με ποια μορφή η βία θα συνεχίσει να υπάρχει σ’ έναν κομμουνιστικό κόσμο. Εκείνο που ξέρουμε είναι πως οι άνθρωποι δεν θα θεωρούν τους άλλους ούτε θα τους συμπεριφέρονται σαν κτήνη που πρέπει να εξημερωθούν ούτε σαν αγγελούδια. Δεν υπάρχει εγγενές αίσθημα ενοχής. Ούτε και αθώοι.

Μια μέρα, οι άνθρωποι θα σταματήσουν να συμπεριφέρονται στα ζώα με τον τρόπο που έκαναν επί χιλιετίες. Όμως δεν θα πράττουν ενάντια στους εαυτούς τους για χάρη των ζώων, από συμπόνια. Οι άνθρωποι δεν θα θυσιάσουν τα διατροφικά τους γούστα, παρατώντας το κρέας παρότι το αγαπάνε, επειδή θέλουν να θέσουν ένα τέρμα στα βάσανα των ζώων. Θα μετασχηματίσουν τη στάση τους προς τον κόσμο των ζώων τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για τα ζώα, επειδή θ’ αλλάξει η συνολική τους στάση προς τον κόσμο. Παρομοίως, οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν να δουλεύουν στην γραμμή παραγωγής της Volkswagen, παρότι ίσως τους αρέσουν τ’ αυτοκίνητα, επειδή θα πάνε ενάντια στην προσωπική τους επιλογή για να δώσουν προτεραιότητα στην οικολογία. Θα σταματήσουν επειδή θα εφεύρουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, συνεπώς και νέα μέσα μεταφοράς. Για να δώσουμε ένα επιπλέον παράδειγμα, αν θα είναι απίθανο να συμβεί ένας βιασμός, δεν θα είναι επειδή οι άντρες θ’ απέχουν απ’ αυτόν για το κοινό καλό ή επειδή θ’ αποφασίσουν να σταματήσουν να προκαλούνε πόνο στις γυναίκες, αλλά επειδή δεν θα νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν.

Ζούμε μεταξύ δύο ονείρων ή εφιαλτών. Της τεχνολογικής φαντασίας του «τα πάντα είναι εφικτά», όπου «φυσικές καταστροφές», όσο τρομερές κι αν είναι, ευτυχώς ξεσπάνε κατά καιρούς. Και του μύθου της Μητέρας Γης, συνήθως περισσότερο ευπρόσδεκτου, αλλά συχνά εξίσου παράλογου: δεν υπάρχει επιστροφή (επιστροφή που παρεμπιπτόντως;).

Η φύση δεν είναι μη-βίαιη. Ούτε κι η ανθρωπότητα. Καμιά ζωή δεν θα είναι αρκετά γλυκιά ώστε να εξαλείψει κάθε πιθανότητα εχθρότητας. Ευτυχώς. Μπορούμε να πούμε τόσα λίγα αναφορικά με τη βία ενάντια στα ζώα στον μελλοντικό κόσμο όσα και για τη βία μεταξύ των ανθρώπων. Αναμφίβολα, η εξέλιξη της τελευταίας θα επηρεάσει την πρώτη: μια κοινωνία όπου οι άντρες κι οι γυναίκες θα σταματήσουν να αυτοεγκλείνονται δεν θα εγκλείνει άλλα όντα όπως έκανε μέχρι τότε. Μπορούμε να πούμε περισσότερα; Τα πάντα θ’ ανατραπούν, απ’ τη ζωή σ’ ένα σπίτι έως την ανάγνωση ενός βιβλίου. Εξίσου, υπάρχει πιθανώς κάτι βαθιά ανθρώπινο στα σπίτια και τα βιβλία, κάτι που θα κρατηθεί κι εκπληρωθεί, πιθανώς χωρίς τις μορφές «σπίτι» και «βιβλίο» όπως τις έχουμε συνηθίσει. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένας άλλος τρόπος ζωής, που τώρα αποκαλούμε κομμουνισμό, θα κάνει χωρίς αρκετά παρελθοντικά και σημερινά δεινά, επειδή οι άνθρωποι θα σταματήσουν να θέλουν/χρειάζονται να τα διαπράττουν. Ας μην ζητάμε άλλες εγγυήσεις: δεν θα υπάρχουν κι ούτε θα μπορούν να υπάρξουν.

ΥΓ.
Υπάρχουν μερικά ακόμη σημεία με τα οποία θα θέλαμε να καταπιαστούμε. Ένα εξ αυτών είναι ο αγγλοκεντρισμός ή αγγλοσαξονοκεντρισμός του Beasts of Burden. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, το κυνήγι είναι ένα προνόμιο της ανώτερης τάξης. Στη Γαλλία, είναι μια (αστική) επαναστατική κατάκτηση: μετά το 1789, οι χωρικοί κατέλαβαν το δικαίωμα να κυνηγούν που μέχρι τότε ανήκε στους αριστοκράτες. Η ελιτίστικη λειτουργία του κυνηγιού είναι ιστορική, δηλαδή σχετική. Ήταν μόλις τον 2ο αιώνα π.Χ. που οι Ρωμαίοι άρχοντες απέκτησαν το συνήθειο να κυνηγούν για διασκέδαση και κύρος, εν μέρει μιμούμενοι τους βασιλιάδες της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, η σε αποσύνθεση αγροτική ιεραρχική Αγγλία στηρίζει το κυνήγι σε μια χαμμένη μάχη ενάντια στις σύγχρονες μισθωτές τάξεις που ονειρεύονται μια ειρηνική εξισωτική κοινωνία.

Ένα άλλη σημείο που αφήσαμε είναι η θεώρησή σας πως η Ζωική Απελευθέρωση είναι θετική αν και μόνο αν πηγαίνει ενάντια στον νόμο και συγκρούεται με την αστυνομία. Όμως, πολλές απεργίες, διαδηλώσεις κι εξεγέρσεις ηγούμενες από αριστερούς, Κομμουνιστικά Κόμματα ή αντιδραστικά συνδικάτα έχουν συγκρουστεί με την αστυνομία, μερικές φορές φτάνοντας έως το σημείο της ένοπλης πάλης, και δεν κατέληξαν παρά μόνο σ’ έναν βίαιο συντηρητισμό.