Δεν χρειάζεται να σώσουμε, να αποκαταστήσουμε ή να ανασυγκροτήσουμε μια κάποια «αληθινή» ανθρώπινη φύση που διαστρεβλώθηκε από τον δαίμονα του καπιταλισμού. Αυτό που χρειάζεται είναι να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση που παρουσιάζεται μέσω του καπιταλισμού.
– G. M. Tamás, «Ο Μαρξ για το 1989»
Έχει περάσει κάτι περισσότερο από ενάμισης αιώνας από την ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών και τρίτα τέταρτα του αιώνα απ’ τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ύστερα από ένα διάστημα περίπου 75 ετών με την παρουσία διεθνών προλεταριακών οργανώσεων και ύστερα από 75 χρόνια απουσίας τους, ο εθνικισμός, και συνεπώς ο διεθνισμός, αποτελούν ακόμη ζητήματα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Θα μπορούσε να ίσχυε κάτι διαφορετικό χωρίς την κατάργηση του αστικού κράτους;
Σύμφωνα με τον Χέγκελ «τα έθνη μπορεί να έχουν διανύσει μια μακραίωνη ιστορία πριν φτάσουν τελικά τον προορισμό τους – δηλαδή τον σχηματισμό τους σε κράτη». Σύμφωνα όμως με την ιστορική ανάλυση, «την μοναδική επιστήμη που γνωρίζουμε», τα έθνη δεν είναι το υλικό απ’ το οποίο είναι καμωμένη η ανθρωπότητα. Αντιθέτως, τα έθνη δεν προϋπήρχαν των νεωτερικών κρατών. Ως κοινωνική κατασκευή μιας συγκεκριμένης βαθμίδας στην εξέλιξη της ιστορίας, αναπόφευκτα θα ξεπεραστούν.
Το γεγονός πως τα έθνη αποτελούν μια κοινωνική κατασκευή δεν σημαίνει πως δεν κατέχουν υλικότητα, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Όντας μια απ’ τις πτυχές της νεωτερικής μορφής της κοινωνικότητας, οι ζωές των ατόμων πραγματοποιούνται εντός των συγκεκριμένων εδαφικών και κοινωνικών πλαισίων που οριοθετούν οι εθνικές κοινότητες. Αυτές οι οριοθετήσεις όμως δεν είναι απλώς εξωτερικές των ατόμων. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε πως η πραγματικότητα αποτελεί ένα εξωτερικό αντικείμενο κι όχι ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι εθνικές κοινότητες παράγονται κι αναπαράγονται από την κοινωνική πρακτική των ατόμων. Αποτελούν μια πτυχή του νεωτερικού τρόπου ζωής που εκδηλώνουν τα άτομα μέσα απ’ τη δραστηριότητά τους. Παράλληλα όμως, οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους «όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα». Συνεπώς, η κοινωνία είναι τόσο εξωτερικό αντικείμενο όσο και ανθρώπινη δραστηριότητα. Η κοινωνία είναι αντικειμενική επειδή αποτελεί μια αφηρημένη οικουμενικότητα η οποία υπάγει και κυριαρχεί τα επιμέρους. Την ίδια στιγμή, η κοινωνία είναι υποκειμενική επειδή υπάρχει και αναπαράγεται μόνο εξ αιτίας των ανθρώπων. Αυτός ο διφυής χαρακτήρας της κοινωνίας συγκροτείται κοινωνικά από το γεγονός ότι μεσολαβεί την έμπρακτη ζωή μέσω κοινωνικών μορφών που βρίσκονται πέραν του ελέγχου μας, οι οποίες με τη σειρά τους πηγάζουν από την ανθρώπινη πρακτική.
Αν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας, πρέπει ν’ απομακρυνθούμε απ’ τις θεωρήσεις του τύπου πως ο εθνικισμός είναι απλώς ένα δηλητήριο που διαχέει η αστική τάξη στο προλεταριάτο – χωρίς βέβαια να σημαίνει πως δεν γίνεται και αυτό. Οι σύγχρονες μαρξιστικές αναλύσεις όπως αυτές του λεγόμενου «πολιτικού μαρξισμού» έχουν ρίξει φως στην καταγωγή του καπιταλισμού και του αστικού κράτους. Πλέον γνωρίζουμε πως οι λεγόμενες αστικές επαναστάσεις οι οποίες οδηγήσαν στον σχηματισμό πολλών εκ των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών δεν υπήρξαν ένα οργανωμένο σχέδιο των αστών για την κατάληψη της εξουσίας για τον εαυτό τους, και πως οι πλατιές μαζές των (ημι-)προλετάριων, δουλοπάροικων, ελεύθερων αγροτών, κλπ έπαιξουν εξίσου σημαντικό ρόλο μ’ αυτό των αστών, αν όχι μεγαλύτερο. Γνωρίζουμε επίσης πως όπου οι αστοί υπήρξαν αρκετά αδύναμοι για να ολοκληρώσουν την μάχη ενάντια στην αριστοκρατία ήταν το εργατικό κίνημα εκείνο που της έδωσε το τελικό χτύπημα. Η Τρίτη Τάξη (ο πρόδρομος αυτών που τελικά χωρίστηκαν σε αστική τάξη κι εργατική τάξη με τη σύγχρονή τους έννοια μέσω της ανάπτυξης του βιομηχανικού συστήματος) έγινε το Έθνος.
Αφού το προλεταριάτο αποτελεί μια τάξη του κεφαλαίου, κι αφού το έθνος-κράτος αποτελεί πολιτική μορφή του κεφαλαίου, καθόλου ξένο δεν είναι το προλεταριάτο -κι οι οργανώσεις του- με τον εθνικισμό. Είναι γνωστή η κριτική του Μαρξ για τον εθνικό χαρακτήρα του προγράμματος της Γκότα που υιοθέτησε το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα το 1875, περιορίζοντας την απελευθέρωση της εργατικής τάξης σε απελευθερώση της γερμανικής εργατικής τάξης «πρώτα-πρώτα μέσα στα πλαίσια του σημερινού εθνικού κράτους» και τον διεθνισμό του κόμματος να παραμένει στα πλαίσια της «διεθνούς συναδέλφωσης των λαών». Για το τελευταίο, η απάντηση του Μαρξ ήταν πως «[α]υτό δεν είναι παρά μια φράση παρμένη απ’ την αστική ένωση της ελευθερίας και της ειρήνης, φράση που μας παριστάνουν σαν ισοδύναμη με τη διεθνή συναδέλφωση των εργατικών τάξεων μέσα στον κοινό αγώνα εναντίον των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεών τους. Ούτε λέξη λοιπόν για τα διεθνή καθήκοντα της γερμανικής εργατικής τάξης! […] Πραγματικά, το διεθνιστικό “πιστεύω” του προγράμματος είναι ασύγκριτα κατώτερο απ’ το διεθνιστικό “πιστεύω” του κόμματος του ελεύθερου εμπορίου».
Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η ταξική πάλη είναι στην αρχή εθνική μόνο στην μορφή κι όχι στο περιεχόμενο. Το εργατικό κίνημα είναι εξ ορισμού ένα διεθνές κίνημα, όμως λόγων των συνόρων των εθνών-κρατών που αποτελούν ένα αντικειμενικό εμπόδιο στην επικοινωνία και τη διάδραση της παγκόσμιας εργατικής τάξης, χρειαζόταν η εργατική τάξη αρχικά ν’ οργανωθεί στα επιμέρους εθνικά επίπεδα ώστε να αποκτήσουν την κατάλληλη ισχύ για να μπορέσουν να έρθουν σε διεθνή επαφή. Επίσης, από ένα σημείο κι έπειτα, γνωρίσαν καλά τις εθνικές και φυλετικές προκαταλήψεις των εργατών οι οποίες έπρεπε να περιοριστούν γι’ αρχή τουλάχιστον ως ένα βαθμό ώστε το παγκόσμιο προλεταριάτο να μπορέσει ν’ αγωνιστεί από κοινού, κάτι που δεν ίσχυε μόνο για το διεθνές επίπεδο αλλά για το εθνικό (ντόπιοι και μετανάστες).
Ενώ η οργάνωση σ’ εθνικό επίπεδο προσπάθησε να επιλύσει κάποια αρχικά προβλήματα ώστε να μπορέσει να περάσει σε διεθνές επίπεδο, όπου και θα μπορούσαν να ξεπεραστούν τα υπόλοιπα προβλήματα αναφορικά με τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, δημιουργεί μια νέα σειρά εθνικιστικών προβλημάτων που χρήζουν υπέρβασης. Διεκδικώντας χώρο εντός μια συγκεκριμένης πολιτικής τάξης πραγμάτων, συγκροτήθηκε σε σχέση με μια δεδομένη πολιτική οντότητα, δηλαδή αυτή του έθνους-κράτους. Έτσι, η παγκόσμια εργατική τάξη συγκροτήθηκε σε επιμέρους εθνικές εργατικές τάξεις μέσω των διεκδικήσεών της από τα επιμέρους έθνη-κράτη αναφορικά με τη διανομή των φορολογικών κρατικών εσόδων, την ανάπτυξη δυνατοτήτων για ευνοϊκότερη πρόσβαση στην αγορά, την κατοχύρωση πολιτειακών δικαιωμάτων, κλπ. Ο σχηματισμός μιας εθνικής τάξης (είτε αστικής είτε εργατικής) σημαίνει πως τα μέλη της τάξης αυτής αναγνωρίζουν στο έθνος-κράτος έναν σημαντικό ρόλο για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Ως αποτέλεσμα, η ταξική πάλη έλαβε εθνικά χαρακτηριστικά.
Σε καμιά περίπτωση δεν καταδικάζουμε τις παραπάνω αυτές διεκδικήσεις. Προφανώς και τις αναγνωρίζουμε ως ρεφορμιστικές, όμως δεν διεκδικούμε καμία επαναστατική καθαρότητα τύπου «ή όλα ή τίποτα». Ποτέ κανένας δεν ξύπνησε ένα πρωί για να πάει στη δουλειά του και σκέφτηκε «δεν έχω να χάσω παρά μόνο τις αλυσίδες μου». «Τόσο για την παραγωγή σε μαζική κλίμακα αυτής της κομμουνιστικής συνείδησης, όσο και για την επιτυχία αυτής της υπόθεσης, είναι αναγκαία η αλλαγή των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα, μια αλλαγή που μπορεί να γίνει μονάχα μ’ ένα πρακτικό κίνημα, με μια επανάσταση. Αυτή η επανάσταση είναι επομένως αναγκαία όχι μόνο επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί ν’ ανατραπεί με κανέναν άλλο τρόπο, αλλά επίσης επειδή η τάξη που την ανατρέπει μόνο σε μια επανάσταση μπορεί να πετύχει ν’ απαλλαγεί από την προαιώνια “κόπρο του Αυγείου” και να γίνει ικανή να θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία».
Αν η ανθρώπινη ουσία είναι «το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», η αλλαγή των ανθρώπων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα απ’ την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο εντός ενός πρακτικού κινήματος, όπου οι άνθρωποι μετασχηματίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Αν οι εργάτες μέσω των εθνικών και διεθνών τους οργανώσεων και των αγώνων που έδωσαν ξεπεράσαν, ως ένα βαθμό, κάποια εθνικιστικά, ρατσιστικά και σεξιστικά ζητήματα δεν ήταν, όπως ισχυρίζεται ο Eric Hobsbawm, λόγω των «διδαχών» των ηγετών τους, αλλά μέσω της ανάπτυξης σχέσεων αναμεταξύ τους. Όπως λέει το παλιό σύνθημα, «στον δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις». Η ταξική πάλη, ακόμη και με ρεφορμιστικά αιτήματα, δεν είναι αναγκαία απλώς επειδή βελτιώνει το παροντικό βιωτικό μας επίπεδο, αλλά πρωτίστως επειδή αποτελεί την αφετηρία για τη διαδικασία του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Παρά την προσπάθειά του να υπερασπιστεί την πρωτοπορία, τελικά ο Hobsbawm καταλήγει σ’ αυτή την υλικότητα των σχέσεων μεταξύ των εργατών για να μπορέσει να μιλήσει για «πραγματικό διεθνισμό».
Για την καταπολέμηση του εθνικισμού δεν αρκούν τα ευχολόγια κι οι αφηρημένες αποκηρύξεις στις οποίες συνήθως επιδίδονται διάφοροι αυτοκηρυγμένοι «ειδικοί» του αντεθνικισμού. Η ιστορία μας έχει δείξει πως άνθρωποι που πραγματικά προσπάθησαν να δημιουργήσουν διεθνιστικούς αγώνες κατέληξαν να αλληλοσφάζονται σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα, με την απουσία διεθνών προλεταριακών οργανώσεων, κομμάτια της ελληνικής αριστεράς (συμπεριλαμβανομένου του αναρχικού χώρου) εμφανίζονται ως εμπροσθοφυλακή του εθνικισμού και δηλώνουν έτοιμοι να πολεμήσουν ενάντια στη Τουρκία ενώ το ελληνικό κράτος φαίνεται πως δεν έχει καμία τέτοια διάθεση άμεσης πολεμικής εμπλοκής. Η διαλεκτική του διεθνισμού και των προβλημάτων της οργάνωσης σ’ εθνικό επίπεδο είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που πρέπει να εξετάσουμε στενότερα.
Παραθέτουμε παρακάτω μεταφράσεις μερικών αποσπασμάτων από το κείμενο «Working-Class Internationalism» του Eric Hobsbawm απ’ το βιβλίο eds. Frits van Holthoon & Marcel van der Linden, Internationalism in the Labour Movement 1830-1940, vol.1.
[Τ]όσο για τον αστό όσο και για τον προλετάριο -αν και με διαφορετικούς τρόπους- ο κόσμος δεν υπήρξε μόνο «ο κόσμος των εθνών» αλλά επίσης, και άμεσα, ένα κοσμοσύστημα, στο οποίο ατομικά, ταξικά και γενικά κοινωνικά συμφέροντα μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξαρτήτως, και εγκάρσια, κρατικών, εθνικών ή άλλων γραμμών και ερχόμενα σε σύγκρουση με συμφέροντα προσδιορισμένα με κρατικούς ή εθνικούς όρους. Το ίδιο το γεγονός πως μπορούσαν και υπήρχαν αστοί φιλελεύθεροι οι οποίοι μάχονταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο στη βάση πως δεν έβγαζε νόημα από μια καπιταλιστική οπτική το αποδεικνύει αυτό, ακόμη κι αν δεν δεχόμαστε τα επιχειρήματά τους. Η ύπαρξη συμφερόντων κι αγώνων που ξεπερνούσαν τα κρατικά κι εθνοτικά σύνορα έπρεπε συνεπώς να εισάγει, τουλάχιστον δυνητικά, ένα στοιχείο κοσμοπολιτισμού, στον βαθμό που, ας πούμε, η τάξη και το κίνημα έπρεπε να επικρατίσουν επί του κράτους και του έθνους αν αυτά έρχονταν σε σύγκρουση. Όπως θα δούμε, αυτό υπήρξε ιδιαίτερα σαφές σ’ ένα διεθνώς οργανωμένο κίνημα όπως το εργατικό κίνημα.
Οπότε, ποια υπήρξαν τα ειδικώς προλεταριακά στοιχεία του «εργατικού διεθνισμού»; Δεν ήταν πως προσμονούσε ένα τέλος των εθνών, ούτε ακόμα μια εποχή οικουμενικής αδελφότητας κι ειρήνης. Οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου επίσης τα προσμονούσαν, και ο Κόμπντεν θα συμφωνούσε με τον Μαρξ πως «[ο]ι εθνικοί χωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, με την ελευθερία του εμπορίου, με την παγκόσμια αγορά», κλπ (Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, σελ. 41). Η ιδιαιτερότητα του εργατικού διεθνισμού, πέρα από μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση της ανάπτυξης του καπιταλισμού και της ανατροπής του, υπήρξε τριπλή. Πρώτον, πίστευε στον ειδικό ρόλο του προλεταριάτου για το ξεπέρασμα των εθνικών και κρατικών ανταγωνισμών, επειδή ως τάξη «δεν έχει πατρίδα». Ή, όπως το έθεσε ο Ένγκελς στη Γιορτή των Εθνών στο Λονδίνο το 1845:
«[…] οι προλετάριοι σε όλες τις χώρες έχουν ένα και κοινό συμφέρον, έναν και κοινό εχθρό, μια και κοινή πάλη. Η μεγάλη μάζα των προλετάριων είναι, απ’ τη φύση τους, ελεύθερη από εθνικές προκαταλήψεις και η κλίση και το κίνημά τους είναι ουσιαστικά ανθρωπιστική, αντεθνικιστική. Μόνο οι προλετάριοι μπορούν να καταστρέψουν τον εθνικισμό, μόνο το αφυπνισμένο προλεταριάτο μπορεί να φέρει την αδελφοποίηση μεταξύ των διαφορετικών εθνών» (MECW 6, σελ. 6).
Αναμφίβολα, ο γηραιότερος Ένγκελς δεν θα προσυπόγραφε κάθε λέξη του νεώτερου αυτού του ξεσπάσματος, όμως σίγουρα εκφράζει τη σταθερή πεποίθηση του ιδίου και του Μαρξ πως το συλλογικό συμφέρον των εργατών ως εργάτες παντού, η σύγκρουσή τους ως προλετάριοι με τους εργοδότες τους, υπερείχε όλων των άλλων. Η ταξική πάλη υπονοούσε τον διεθνισμό.
Μπορούμε τώρα εύκολα να δούμε πως υπάρχει μια προστριβή μεταξύ αυτής της θέσης και της άλλης θέσης σύμφωνα με την οποία «η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη είναι στην αρχή εθνική», που διεξάγεται σε κάθε χώρα υπό πολύ συγκεκριμένες οικονομικές, πολιτικές, θεσμικές και άλλες συνθήκες του κάθε κράτους. Η πάλη, ας πούμε, του ιταλικού, του ισπανικού και του πορτογαλικού προλεταριάτου ακόμη και σήμερα, όπου όλα τους ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, μπορεί να ταξινομηθεί ως κοινή συγκριτικά με τη δική τους πάλη και τους αγώνες των αγροτών, δεν είναι όμως η ίδια πάλη, που κατευθύνεται ενάντια στον ίδιο εχθρό, με μια επιχειρησιακή [operational] έννοια· και όπου εθνικά τμήματα της εργατικής τάξης έπρεπε πράγματι να αγωνιστούν ενάντια στον ίδιο διαεθνικό εργοδότη (πχ, τη Ford ή τη General Motors), η δυσκολία του να το επιτύχουν αυτό μέσω συνδικαλιστικών κινημάτων ουσιαστικά οργανωμένων για λειτουργία σε εθνικό επίπεδο, υπήρξε καταφανής. Επιπλέον, η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως η γενναιόδωρη εικασία του νεαρού Ένγκελς αναφορικά με τις εθνικές προκαταλήψεις είναι αναληθής.
[…]
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του εργατικού διεθνισμού ήταν πως η εργατική τάξη εξ αρχής οργανώθηκε ως ένα διεθνές κίνημα, επειδή θεωρήθηκε ως τέτοιο. Χωρίς προκατάληψη προς τα πρωτύτερα ρεύματα διεθνισμού σε κινήματα αστικών ή φιλελεύθερων επαναστάσεων (πχ, τη δεκαετία του 1820), αυτή η τάση προς διεθνή οργάνωση μπορεί να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό των προλεταριακών κινημάτων που τα διακρίνει απ’ τα αστικά. Οι αστικές και δημοκρατικές-ριζοσπαστικές εθνικές επαναστάσεις συχνά είχαν την αίσθηση πως κατέχουν μια αποστολή για παγκόσμια απελευθέρωση, με αξιοσημείωτη περίπτωση τη Γαλλική Επανάσταση: όμως, αυτό το είδους μεσσιανισμού δεν περιοριζόταν στο μεγάλο έθνος. Ωστόσο, το κέντρο του προλεταριακού διεθνισμού δεν υπήρξε μια επαναστατική χώρα, αλλά, όπως και ήταν, μια διεθνή στρατιά, τα εθνικά κινήματα της οποίας θεωρούνταν υφιστάμενες μονάδες. Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα κατέληξε να κυριαρχηθεί από την ΕΣΣΔ επειδή την περίοδο 1917-1923 η επανάσταση απέτυχε παντού εκτός απ’ τη Ρωσία. Αρχικά, ο Λένιν οραματιζόταν να μεταφέρει την Κομμουνιστική Διεθνή στο Βερολίνο. Είναι εξαιρετικά απίθανο πως οποιοσδήποτε Γάλλος γιακωβίνος θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει, ακόμη και θεωρητικά, μια άλλη πρωτεύουσα της παγκόσμιας επανάστασης πέρα απ’ το Παρίσι. […] Η λυπηρή ύφεση αυτής της παράδοσης μπορεί να πει κάτι για τις ιστορικές μοίρες των μαζικών προλεταριακών σοσιαλιστικών κινημάτων. Δεν υπάρχει πλέον κάτι πραγματικά αντίστοιχο των παλιών Διεθνών. Κι ενώ μαζικά προλεταριακά σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά κόμματα εμφανίστηκαν κι αναπτύχθηκαν σε μεγάλο αριθμό χωρών μεταξύ των δεκαετιών του 1880-1930, από τότε δεν έχουν αναδυθεί νέα κόμματα τέτοιου είδους απ’ τις εργατικές τάξεις σε χώρες που δεν προϋπήρχαν ήδη. Αυτό ισχύει εντυπωσιακά στην περίπτωση του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου.
Αυτό ρίχνει φως στη τρίτη ιδιαιτερότητα του εργατικού διεθνισμού. Τα πραγματικά μαζικά εργατικά κόμματα και κινήματα, σε διάκριση απ’ τους ηγέτες και τους θεωρητικούς τους, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την «οικοδόμηση έθνους» που ο Bagehot ισχυρίστηκε πως υπήρξε το ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ιστορίας του 19ου αιώνα. Απ’ αυτή την απόψη, διέφεραν απ’ τη φιλελεύθερη αστική τάξη, η οποία πάντα έβλεπε τον εαυτό της σαν μια δυνητική άρχουσα τάξη, για την οποία η οικοδόμηση μιας βιώσιμης εθνικής οικονομίας υπήρξε ουσιαστική για την καπιταλιστική ανάπτυξη, τουλάχιστον τον 19ο αιώνα. Διέφεραν επίσης από τους μικροαστούς και τους άλλους εθνικιστές, για τους οποίους η κατασκευή του δικού τους έθνους σαν μια πολιτική μονάδα, ανεξαρτήτως μεγέθους, υπήρξε ο υπερισχύων πολιτικός στόχος. Και τα δύο απαιτούσαν κάποιον έλεγχο επί του κράτους. Για να το θέσουμε χοντρικά, μια φιλελεύθερη αστική τάξη ή ένα εθνικιστικό κίνημα το οποίο δεν σκεφτόταν με όρους διακυβέρνησης, θα συγκέντρωνε τις δραστηριότητές του κυρίως στη δημοσιογραφία, την ρητορική και τη λαογραφία, ενώ η εργατική τάξη είχε πολλά άλλα συγκεκριμένα θέματα ν’ ασχοληθεί: πχ, η συλλογική διαπραγμάτευση. […]
[…] Όσο περισσότερο ένα σοσιαλιστικό κίνημα υπήρξε η οργανωμένη έκφραση των άμεσων συμφερόντων μιας εργατικής τάξης, τόσο λιγότερο είχε ν’ απασχολείται με τις προστριβές μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών, ή με άλλα εθνικά προβλήματα· εκτός, φυσικά, αν τα δικά της εσωτερικά ζητήματα επηρεάζονταν απ’ αυτά.
[…] Στην πολιτική, η κύρια δραστηριότητα των κομμάτων της Β’ Διεθνούς υπήρξε η κατάκτηση ή αξίωση πλήρων πολιτειακών δικαιωμάτων για τους εργάτες. Όμως, το είδος της πολιτικής συμπεριφοράς που αναμενόταν από τους πολίτες δεν οριζόταν απ’ το εργατικό κίνημα, αλλά από το κράτος: το κράτος των αστών. Όταν το 1914 οι εργάτες με ταξική συνείδηση στις εμπόλεμες χώρες έτρεξαν να καταταχτούν σε μια παρορμητική μαζική επιστράτευση, όπως σίγουρα έγινε στη Βρετανία, δεν θεωρούσαν πως προδίδαν τις κομματικές τους πεποιθήσεις. Έχοντας κερδίσει το δικαίωμα του να είναι πλήρη μέλη του έθνους μέσω του κινήματός τους, συμπεριφέρονταν τώρα όπως θα έπρεπε να συμπεριφέρονται οι πλήρεις πολίτες. Το ξέσπασμα του πολέμου κι η κατάρρευση της Διεθνούς τον Αύγουστο του 1914 υπήρξε απόλυτα τραυματική για τους σοσιαλιστές ηγέτες. Είναι πολύ αμφίβολο αν οι μάζες των εργατών κι οι σοσιαλιστές εργάτες ένιωσαν την ίδια σύγκρουση μεταξύ των απαιτήσεων της ταξικής τους συνείδησης και της εθνικής τους πολιτειότητας. Οι ίδιοι Ουαλοί ανθρακωρύχοι που ακολουθούσαν επαναστάτες συνδικαλιστές ηγέτες και καταταχθήκαν επίσης στον στρατό ως εθελοντές το 1914, παγώσαν τις εξορύξεις άνθρακα με μια σκληρή απεργία το 1915, αδιαφορώντας για την κατηγορία πως η στάση τους αυτή ήταν αντιπατριωτική.
[…]
[…] Στο ντιμπέιτ μεταξύ των πολιτικών ή ιδεολόγων, για τους οποίους ο εθνικισμός κι ο διεθνισμός συνεπάγεται σημαντικές πολιτικές επιλογές, οι δύο έννοιες θεωρούνται ως αλληλοαποκλειόμενες εναλλακτικές· ακριβώς όπως για τους εθνικιστές οι άνθρωποι ανήκουν υπό τη τάδε ή δείνα εθνική σημαία. Είτε το ένα είτε το άλλο. Όμως, σαν μια περιγραφή πολιτικής συμπεριφοράς κάτι τέτοιο είναι απλώς εσφαλμένο. Απ’ την μία, πολλοί εργάτες που εισήλθαν στα εργατικά κινήματα δεν είχαν καμία εθνική ταυτότητα και συνεπώς δεν τους προέκυψε το ζήτημα του εθνικισμού ή του διεθνισμού. Το ιταλικό εργατικό κίνημα το 1914 αποτελούνταν από ανθρώπους που για πολλούς απ’ αυτούς το να είσαι «Ιταλός» ήταν το ίδιο τεχνητό όσο είναι σήμερα η κατηγοριοποίηση του να είσαι μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Δεν διάβαζαν, έγραφαν ούτε καν μιλούσαν τη γλώσσα, κι ενώ δεν μπορούσαν να διαφύγουν απ’ τους νόμους και τους αξιωματούχους του ιταλικού κράτους, πρακτικά κανένας τους δεν είχε καν δικαίωμα ψήφου στις κοινοβουλευτικές εκλογές για περισσότερο από ένα χρόνο. Δεν υπήρξαν περισσότερο διεθνιστές απ’ τους Γάλλους εργάτες επειδή δεν έδειξαν κανέναν ενθουσιασμό για τον πόλεμο, κάτι που έκανε ευκολότερο για το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα να αντιταχθεί στον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος της ιταλικής κυβέρνησης να ήταν δικός τους πόλεμος;
Δεύτερον, ακόμη κι αν για ορισμένους λόγους θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως μέλη ενός έθνους ή μιας εθνικότητας, δεν το έκαναν αυτό αναγκαία για άλλους λόγους, πόσο μάλλον για όλους τους λόγους. Ήταν και είναι απολύτως εφικτό για έναν άντρα ή μια γυναίκα να θεωρούν τον εαυτό τους ταυτόχρονα -και επιλέγω επίτηδες μια ακραία περίπτωση- περήφανο Ιρλανδό, μέλος της εργατικής τάξης, χριστιανό καθολικό, Kerryman [με καταγωγή απ’ την ιρλανδική επαρχία Kerry], μέλος της σπουδαίας φατριάς των O’Connells και βετεράνο της Ιρλανδικής Φρουράς της Αυτού Μεγαλειότης, δίνοντας έμφαση στην μία ή την άλλη ταυτότητα ανάλογα με την περίσταση. Έτσι, Ιρλανδοί πολίτες, οι οποίοι έχουν εκλογικά δικαιώματα τόσο στην Ιρλανδία όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ίσως να είναι σθεναροί υποστηρικτές του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος στο Μπέρμιγχαμ, όμως όταν γυρίζουν στην Ιρλανδική Δημοκρατία να ψηφίζουν το Φιάνα Φάιλ [ρεπουμπλικανοί] κι όχι τα ιρλανδικά εργατικά κόμματα. Υπάρχουν καιροί που ένας τέτοιος άνθρωπος ίσως νιώσει από μόνος του την υποχρέωση να επιλέξει μια ταυτότητα και να απορρίψει την άλλη, αλλά σχεδόν σίγουρα δεν θα είναι όταν το θεωρήσει ένας Βρετανός ή Ιρλανδός πολιτικός. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως οι άνθρωποι στην κοινωνία είναι πολυδιάστατοι. […]
Τρίτον, έχω ήδη υποδείξει πως η ανάπτυξη μαζικών εργατικών κινημάτων παραδόξως δημιουργεί ταυτοχρόνως τόσο εθνική συνείδηση όσο και διεθνιστική ιδεολογία. Με πολλούς τρόπους, εκείνο που έκανε τους Ιταλούς εργάτες να αισθανθούν για πρώτη φορά πως είναι Ιταλοί, και όχι πρωτίστως Ναπολιτάνοι ή Απουλιανοί, ήταν ακριβώς πως ταυτίστηκαν με ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα ή με συνδικάτα που εκπροσωπούσαν όλα τα μέλη του νέου έθνους-κράτους. Ήταν μέσω διεθνιστικών κινημάτων τα οποία λειτουργούσαν σε εθνικό ή κρατικό επίπεδο που πολλοί προλετάριοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά εθνική συνείδηση. Για άλλη μια φορά, η μονοδιάστατη εναλλακτική: «είτε διεθνιστής είτε εθνικιστής», είναι ανεπαρκής για την κατανόηση της πραγματικής ιστορικής κατάστασης.
Ωστόσο, αυτή η μονοδιάστατη εναλλακτική είναι συναφής από μια ζωτικής σημασία σκοπιά. Οι εργάτες που συμμετείχαν σ’ ένα ταξικό σοσιαλιστικό κόμμα δεν μοιράζονταν, κατανοούσαν ή ακόμη και γνωρίζαν αναγκαία πολλά για τη θεωρία, την ιδεολογία ή ακόμη και το πρόγραμμα και τις πολιτικές των ηγετών τους. Όμως, ταυτοποιούμενοι με τη τάξη τους μέσω ενός τέτοιου κόμματος, αναμφισβήτητα αποδέχτηκαν όλα ή πολλά απ’ όσα τους έλεγε το κόμμα, τουλάχιστον θεωρητικά, εκτός κι αν έρχονταν σ’ άμεση αντίθεση με τα βιώματά τους. Μπορεί στην πράξη να μην ακολούθησαν τις διαταγές του κόμματος, όμως τις είδαν κατ’ αρχήν ως σωστές και θεμιτές. Το κόμμα τους είπε πολλά που μερικοί εξ αυτών δεν τα έβρισκαν ιδιαίτερα ευχάριστα, για παράδειγμα αναφορικά με την ισότητα αντρών και γυναικών. Το κόμμα τους είπε επίσης για την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και την ισότητα των φυλών. Στην πράξη, [το κόμμα] μπορεί να έκανε συμβιβασμούς και υπεκφυγές: πχ, οι σοσιαλίστριες θα περιμέναν πολλά, πάρα πολλά περισσότερα απ’ το κόμμα του Ένγκελς και του Μπέμπελ. Μπορεί, για παράδειγμα, όπως στην Αυστρία, να έκανε πολλές, πάρα πολλές παραχωρήσεις στον αντισημιτισμό των υποστηρικτών του υποβαθμίζοντας τον βαθμό στον οποίο οι ηγέτες του κόμματος ήταν Εβραίοι, ακριβώς όπως το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα στον Β’ ΠΠ αναμφισβήτητα έκανε παραχωρήσεις στον γαλλικό σωβινισμό υποβαθμίζοντας τον βαθμό στον οποίο η ενεργή αντιφασιστική αντίσταση στη Γαλλία υπήρξε έργο ξένων.
Όμως, με όλες αυτές τις απολύτως δικαιολογημένες κριτικές, παραμένει το γεγονός πως το εργατικό κίνημα πράγματι δίδαξε, κατά αρχή, παράδειγμα και πράξη την ισότητα των λαών και την αδελφοσύνη των ανθρώπων – αντρών και γυναικών […]. Κάνοντας αυτά, το κίνημα, ένα σχολείο ευγένειας για τους εργάτες καθώς κι έκφραση των ταξικών τους συμφερόντων, κράτησε υπό έλεγχο τις παλιές, αυθόρμητες, πιθανώς αταβιστικές μορφές μίσους εναντίον ορισμένων ομάδων και τις εθνικές προστριβές. Αν ο σοσιαλισμός κι ο αντισημιτισμός αποκλίναν ήταν γι’ αυτό τον λόγο: υπάρχουν πολλές αποδείξεις πως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα ο αντισημιτισμός δεν υπήρξε μόνο, όπως είπε ο Μπέμπελ, ο σοσιαλισμός των ηλιθίων, αλλά επίσης πως δεν υπήρξε για κανέναν λόγο ενστικτωδώς ξένος απ’ τον σοσιαλισμό των προλετάριων. Όπου [το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα] υπήρξε πετυχημένο, συγκράτησε τα αντιιρλανδικά αισθήματα των Άγγλων. […] Δεν μπορεί να υπάρξει κανένας πραγματικός διεθνισμός κανενός είδους χωρίς όχι απλώς μια θεώρηση στην αφηρημένη ισότητα των εθνών και των φυλών, αλλά χωρίς μια θεώρηση στην ισότητα των Ινδών, Πακιστανών, Μπαγκλαντεσιανών, Άγγλων, Σκωτσέζων, Ουαλών κι Ιρλανδών που δουλεύουν μαζί σ’ ένα εργοστάσιο ή ένα γραφείο.