Το παρακάτω κείμενο το είχαμε γράψει για το prolenet.gr. Επειδή το site δεν λειτουργεί αυτή τη στιγμή, το αναδημοσιεύουμε κι εδώ.
Στον τελευταίο τόμο του κόμικ Yu Yu Hakusho, υπήρχε μια μικρή συνέντευξη κι ένα σημείωμα του δημιουργού του, Yoshihiro Togashi. Στην ερώτηση για το ποιο ήταν το χειρότερο πράγμα που του συνέβη όσο δούλευε το Yu Yu Hakusho, η απάντησή του ήταν:
Υπήρξαν δύο στιγμές. Η πρώτη ήταν όταν σχεδίαζα τις έγχρωμες σελίδες για τη μάχη του Yusuke με τον Chu στο Dark Tournament. Δεν βρισκόμουν σε καθόλου καλή φυσική κατάσταση. Η δεύτερη ήταν όταν ο Yusuke πάλευε με τον Sensui. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο που δεν ήθελα πια να συνεχίσω να σχεδιάζω κόμικς, με έπιανε ναυτία και μόνο που καθόμουν για να ξεκινήσω να σκιτσάρω. Αυτή υπήρξε και η πρώτη φορά που ρώτησα το γραφείο σύνταξης του Weekly Shounen Jump αν μπορούσα να παρατήσω το Yu Yu Hakusho.
Το Yu Yu Hakusho υπήρξε η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Togashi. Κυκλοφορούσε σε εβδομαδιαία βάση για περίπου τρεισήμισι χρόνια, από τον Δεκέμβριο του 1990 έως τον Ιούλιο του 1994, στο μεγαλύτερο ιαπωνικό περιοδικό κόμικ, το Weekly Shounen Jump. Υπήρξε παγκόσμια επιτυχία, έχει πουλήσει περισσότερους από 50 εκατομμύρια τόμους μόνο στην Ιαπωνία και μεταφέρθηκε σε τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων η οποία προβλήθηκε σε διάφορες χώρες του κόσμου κι αποτελούνταν από 112 επεισόδια. Για αυτό του το κόμικ, ο Togashi κέρδισε το 1993 το Shogakukan Manga Award, ένα από τα μεγαλύτερα ιαπωνικά βραβεία κόμικ.
Γιατί ένας σχεδιαστής κόμικ έφτασε σε αυτό το επίπεδο απελπισίας εν μέσω της επιτυχίας του; Η απάντηση είναι απλή:
Το Weekly Shounen Jump είναι μια φονική μηχανή που τρέφεται με σχεδιαστές για να παράξει κόμικς.
Το Weekly Shounen Jump ειναι το πρώτο σε πωλήσεις ιαπωνικό περιοδικό κόμικ με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο. Κοιτώντας τις πωλήσεις από τον Ιανουάριο του 2014 έως και τον Μάρτιο του 2017, βρίσκεται στην πρώτη θέση με 21.418.668 πωλήσεις, ενώ τη δεύτερη θέση καταλαμβάνει το Weekly Shounen Magazine με 13.190.536 πωλήσεις. Δεδομενού ότι η τιμή του περιοδικού κυμαίνεται στα 250¥, δηλαδή περίπου στα 2€, ο τζίρος του Weekly Shounen Jump μόνο απο τις πωλήσεις του περιοδικού καθεαυτού για το 2016 ξεπέρασε τα 17 εκατομμύρια ευρώ.
Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των δυτικών κόμικ, όπου το κάθε κόμικ εκδίδεται στο δικό του ξεχωριστό περιοδικό, ακόμη κι αν η εκδοτική εταιρεία κυκλοφορεί περισσότερους από έναν τίτλους, στην Ιαπωνία το σύνηθες είναι ότι η εταιρεία εκδίδει ένα περιοδικό, κάθε τεύχος του οποίου έχει από ένα κεφάλαιο των διαφορετικών κόμικ που κυκλοφορεί. Είναι, για παράδειγμα, σαν η Marvel να εκδίδει ένα ομώνυμο περιοδικό μέσα στο οποίο υπάρχει το επόμενο τεύχος του Spiderman, των X-Men, κλπ, αντί να υπάρχει μεμονωμένη έκδοση για το κάθε κόμικ.
Τα μεγαλύτερη κέρδη των ιαπωνικών περιοδικών κόμικ δεν προέρχονται από τα τεύχη του κόμικ καθεαυτά, αλλά από τις πωλήσεις των tankoubon. Τα tankoubon είναι επίτομες συλλογές συγκεκριμένων σειρών κόμικ, με τον κάθε τόμο να περιέχει έναν συγκεκριμένο αριθμό τευχών της σειράς. Πέρα από τις πωλήσεις των τόμων, υπάρχουν τα κέρδη από τα πνευματικά δικαιώματα για merchandising (πχ, τσάντες, μπλουζάκια, action figures) και τις μεταφορές των κόμικ σε άλλα μήντια (τηλεοπτικές σειρές κινουμένων σχεδίων, βιντεοπαιχνίδια, κλπ). Για το δημοσιονομικό έτος Ιουνίου 2009 με Μάιο 2010, οι εκδόσεις Shueisha, των οποίων το Weekly Shounen Jump αποτελεί ναυαρχίδα, φαίνεται να είχαν έσοδα (δεν διευκρινίζεται αν ήταν καθαρά ή μικτά) περίπου 1 δις ευρώ.
Οι συνδρομητές του Weekly Shounen Jump λαμβάνουν κάθε εβδομάδα μαζί με το νέο τεύχος του περιοδικού κι ένα ψηφοδέλτιο για να συμπληρώσουν και να στείλουν πίσω στο περιοδικό. Σ’ αυτό το δελτίο, οι αναγνώστες ψηφίζουν τα τρία κόμικ που τους άρεσαν περισσότερο σ’ αυτό το τεύχος του περιοδικού ώστε το Weekly Shounen Jump να έχει μια εικόνα για τη δημοτικότητα του κάθε μεμονωμένου κόμικ. Και αυτές οι εβδομαδιαίες ψηφοφορίες δημοτικότητας είναι που κυβερνούν το όλο περιοδικό.
Συνήθως, ανά δέκα τεύχη του περιοδικού, η συντακτική επιτροπή σταματάει την κυκλοφορία 2-3 κόμικ χαμηλής δημοτικότητας και στη θέση τους ξεκινάει την κυκλοφορία καινούριων. Συνεπώς, ο στόχος του κάθε κόμικ κάθε εβδομάδα είναι να κατακτήσει όσο περισσότερο υψηλότερη θέση δημοτικότητας μπορεί ώστε να διασφαλίσει τη συνέχιση της έκδοσής του στο περιοδικό. Αυτό σημαίνει ότι οι διάφορες σχεδιαστές των κόμικ που δημοσιεύονται στο Weekly Shounen Jump αναγκάζονται να βρίσκονται σ’ έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η κυκλοφορία ενός κόμικ μπορεί να σταματήσει ήδη από το τρίτο τεύχος του, ενώ τα περισσότερα συνήθως ακυρώνονται μέσα στον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας τους.
Αυτό σημαίνει ότι το κάθε μεμονωμένο κόμικ που δημοσιεύεται στο Weekly Shounen Jump δεν μπορεί να έχει το δικό του ιδιαίτερο κοινό, αλλά πρέπει να μπορέσει να αποκτήσει ένα όσο δυνατόν μεγαλύτερο μερίδιο του κοινού του περιοδικού καθεαυτού για να μπορέσει να συνεχίσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δημιουργοί αυτών των κόμικ πρέπει διαρκώς να προσαρμόζονται στις προτιμήσεις αυτού του κοινού καθώς και στις προτροπές των συντακτών τους, οι οποίοι κάνουν παρατηρήσεις και τους δίνουν κατευθυντήριες γραμμές (λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένες) για το πως πρέπει να κινηθεί το κόμικ ώστε να είναι δημοφιλές. Το εργασιακό μέλλον του κάθε συντάκτη μπορεί να είναι περισσότερο σταθερό από εκείνο των δημιουργών των κόμικ, όμως παραμένει συνδεδεμένο με την επιτυχία των κόμικ για τα οποία είναι υπεύθυνος. Όσο ο δημιουργός ενός κόμικ μπορεί να προσελκύει το ενδιαφέρον των αναγνωστών σε εβδομαδιαία βάση, μπορεί να συνεχίζει να εκδίδεται στο περιοδικό.
Η εργασιακή διαδικασία για την παραγωγή του κόμικ
Η εργασιακή διαδικασία ενός mangaka, του Ιάπωνα δημιουργού κόμικ, για το Weekly Shounen Jump είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη και επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα. Αρχικά, πρέπει να φτιάξει ένα πρόχειρο εικονογραφημένο σενάριο για το επόμενο τεύχος και να το παρουσιάσει στον υπεύθυνο συντάκτη του. Ο συντάκτης θα κάνει κάποιες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό και αν όλα πάνε κάλα και οι παρατηρήσεις είναι λίγες και δευτερεύουσας σημασίας, τότε μπορεί να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Αν όλα πάνε στραβά, ίσως χρειαστεί να το ξαναφτιάξει από την αρχή. Όταν το προσχέδιο αυτό τελικά ολοκληρωθεί περνάει στη φάση των μολυβιών (αν και κάποιοι πάνε κατευθείαν στην επόμενη φάση), όπου σκιτσάρει πλέον λεπτομερή σχέδια με μολύβι. Ύστερα, συνεχίζει στη φάση των μελανιών όπου περνάει τα προηγούμενα σκίτσα συνήθως με πένες, μαρκαδόρους ή πινέλα, και τέλος η φάση του γεμίσματος, όπου μαυρίζει όλα τα σκουρόχρωμα αντικείμενα των σκίτσων του (πχ, τα μαλλιά των χαρακτήρων). Τα manga κατά κύριο λόγο είναι ασπρόμαυρα, όμως για τις ελάχιστες περιπτώσεις που χρειάζονται έγχρωμα σχέδια (πχ, για ένα εξώφυλλο) η φάση του γεμίσματος είναι πιο σύνθετη. Λόγω του φόρτου εργασίας, κάθε mangaka που εργάζεται σε εβδομαδιαία έκδοση συνήθως χρειάζεται βοηθούς, κατά μέσο όρο τρεις, οι οποίοι συνήθως αναλαμβάνουν το γέμισμα, τα «εφέ», το φόντο και τοποθετούν τους διαλόγους στα συννεφάκια.
Το μήκος της εργάσιμης ημέρας
Στο παράρτημα του πέμπτου tankoubon του Yu Yu Hakusho, ο Togashi παρουσίασε αυτό που ονομάζει φόρμουλα για τον υπολογισμό του ελεύθερου χρόνου ενός mangaka. Ο τύπος ήταν ο εξής:
X(24 – Α) – PH
Το X είναι οι διαθέσιμες ημέρες μέχρι τη λήξη της προθεσμίας. Αφού πρόκειται για εβδομαδιαία έκδοση και, κατά μέσο όρο, ο mangaka περνάει δύο ημέρες της εβδομάδας γράφοντας την ιστορία και το πρόχειρο εικονογραφημένο σενάριο το οποίο ύστερα συζητάει με τον υπεύθυνο συντάκτη του και το επανεπεξεργάζεται για να κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις, καταλήγει στον αριθμό των πέντε ημερών ως το χρονικό περιθώριο για τη δημιουργία του τελικού χειρόγραφου που πρόκειται να εκδοθεί. Ο αριθμός 24 είναι οι 24 ώρες της ημέρας. Το P είναι ο αριθμός των σελιδών που πρέπει να σχεδιάσει, και για ένα εβδομαδιαίο manga του Weekly Shounen Jump συνήθως πρόκειται για 19-21 σελίδες. Το H είναι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας για την ολοκλήρωση της κάθε σελίδας και γράφει πως πρόκειται κατά μέσο όρο για 4 ώρες – συνεπώς, αφού οι σελίδες είναι κατά μέσο όρο είκοσι, αυτό απαιτεί ογδόντα ώρες εργασίας την εβδομάδα. Το A είναι οι ώρες ύπνου, οι οποίες λόγω του φόρτου εργασίας του είναι στην καλύτερη 4-5 ώρες την ημέρα. Αν κάνουμε τις πράξεις και από το αποτέλεσμα αφαιρέσουμε τον συνολικό εβδομαδιαίο αριθμό ωρών που σπαταλάει τρώγωντας, κάνοντας μπάνιο, στη διαδρομή μεταξύ του σπιτιού του και του χώρου έργασιας, κλπ, το τελικό αποτέλεσμα είναι 3-4 ώρες την εβδομάδα.
Σε συνέντευξή του το 2012, ο Eiichiro Oda, δημιουργός του One Piece, δήλωσε ότι πλέον κοιμάται τρεις ώρες την ημέρα για να προλάβει τις προθεσμίες, ενώ παλιότερα είχε φτάσει στο σημείο να κοιμάται μόλις μία ώρα κάθε ημέρα. Αυτή η μία ώρα ύπνου δεν ήταν συνεχόμενη αλλά χωρισμένη σε «power naps», δηλαδή ύπνους διάρκειας 10-15 λεπτών ο καθένας[1]. Στην ίδια συνέντευξη, ο Akira Toriyama, δημιουργός του Dragon Ball, δήλωσε οτι κάποια στιγμή είχε καταλήξει στο σημείο να κοιμηθεί μόνο μια φορά, και μόλις για είκοσι λεπτά, μέσα σε έξι μέρες για να προλάβει την προθεσμία του. Σε νεώτερη συνέντευξή του το 2016, ο Oda δήλωσε ότι λόγω ανησυχιών για την υγεία του ακόμα συνεχίζει μεν να κοιμάται μόνο τρεις ώρες την ημέρα, αλλά πλέον εξαιρεί μια ημέρα κάθε εβδομάδα στην οποία κοιμάται κανονικά. Το πρόγραμμα εργασίας του Oda είναι:
Δευτέρα-Τετάρτη: συγγραφή της ιστορίας και των διαλόγων, σκιτσάρισμα του πρόχειρου εικονογραφημένου σεναρίου
Πέμπτη-Σάββατο: μολύβια, μελάνια και γεμίσματα για τη δημιουργία το τελικού χειρόγραφου, μαζί με τους βοηθούς του
Κυριακή: δημιουργία των αναγκαίων κάθε φορά έγχρωμων σχεδίων, μαζί με τους βοηθούς του

Το πρόγραμμα εργασίας του Tite Kubo, δημιουργού του Bleach, ήταν:
Σάββατο-Δευτέρα: πρόχειρο εικονογραφημένο σενάριο
Τρίτη-Πέμπτη: ολοκλήρωση του τελικού χειρόγραφου με τα μελάνια και τα γεμίσματα
Παρασκευή: ξεκούραση
Ο Masashi Kishimoto, δημιουργός του Naruto, παντρεύτηκε το 2003, όμως λόγω του εργασιακού του προγράμματος έχει δηλώσει ότι κατάφερε να πάει ταξίδι του μελίτος με τη σύζυγό του μόλις το 2015, δώδεκα χρόνια αργότερα, αφότου ολοκληρώθηκε η κυκλοφορία του Naruto. Όταν το 2016 ξεκίνησε η κυκλοφορία του Boruto, sequel του Naruto, από τους Ukyo Kodachi και Mikio Ikemoto, οι αναγνώστες ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται που δεν συμμετέχει ο Kishimoto στη δημιουργία του κόμικ και εργάζεται μόνο ως υπεύθυνος συντάκτης του. Ο Kishimoto ευχαρίστησε τους αναγνώστες για την αγάπη που του δείχνουν, αλλά δήλωσε ότι λόγω της ηλικίας του (42 ετών) δεν έχει πλέον την ικανότητα να συνεχίσει να εργάζεται ως mangaka, και θέλει να έχει ελεύθερο χρόνο για να περάσει με την οικογένειά του.
Αυτά τα εξοντωτικά ωράρια εργασίας έχουν το τίμημά τους στην υγεία των δημιουργών. Ας επιστρέψουμε στο τελευταίο tankoubon του Yu Yu Hakusho και το σημείωμα του Togashi. Ο τίτλος του είναι «Για τον τερματισμό της κυκλοφορίας του Yu Yu Hakusho: κοιτώντας αναδρομικά την αποτυχία»:
Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω βαθύτατη ανακούφιση και χαρά στη σκέψη ότι μπορώ επιτέλους να ολοκληρώσω το Yu Yu Hakusho. Δεν είναι ότι έχασα τη συναισθηματική μου σύνδεση με το έργο μου, όμως το επίπεδο άγχους στο οποίο έφτασα ξεπερνάει τη θέλησή μου να δουλέψω. Οι έξι τελευταίοι μήνες πριν την ολοκλήρωση του Yu Yu Hakusho μου φάνηκαν αιώνας. Για να πω την αλήθεια, είχε ήδη αποφασιστεί η ημερομηνία ολοκλήρωσης του Yu Yu Hakusho – ή, για την ακρίβεια, ήταν μια απόφαση που πήρα και την επέβαλα στο συντακτικό προσωπικό. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για την απόφασή μου αυτή, συνολικά πενήντα, άλλοι μικρότεροι και άλλοι μεγαλύτεροι. Όμως, σε γενικές γραμμές, οι κύριοι λόγοι ήταν οι εξής τρεις:
1. Το σώμα μου.
2. Οι σκέψεις μου για το τι σημαίνει να σχεδιάζεις ένα manga.
3. Η επιθυμία μου να κάνω κι άλλα πράγματα στη ζωή μου πέρα από το να εργάζομαι.
Το τρίτο τίθεται εκτός συζήτησης για έναν επαγγελματία mangaka· βασικά, ήθελα να απολαύσω τα χόμπι μου, να ξεκουραστώ και να κοιμηθώ όσο περισσότερο μπορούσα. Οι περισσότεροι από τους πενήντα λόγους εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία.
Το πρώτο σημείο προκλήθηκε από το γεγονός ότι το τρίτο έμεινε ανεκπλήρωτο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απ’ όταν ξεκίνησε η εβδομαδιαία κυκλοφορία του Yu Yu Hakusho έως και το σημείο της ιστορίας που ξεκινάει το Dark Tournament, αφιέρωνα μισή ημέρα κάθε εβδομάδας για να ξεκουραστώ και να αναπληρώσω ώρες ύπνου. Πέρα απ’ αυτό, το μόνο που είχα ήταν η επιλογή μεταξύ ύπνου ή ενασχόλησης με τα χόμπι μου. Για κάποιο διάστημα απολάμβανα αυτή την κατάσταση. Όμως, η υγεία μου σταδιακά επιδεινώνονταν, και περίπου την περίοδο που έπρεπε να γράψω ένα one-shot 31 σελίδων και ταυτόχρονα να φτιάξω τις έγχρωμες σελίδες, ξεκίνησαν οι πόνοι στην καρδιά μου όποτε περνούσαν μέρες χωρίς να κοιμάμαι – και πονούσα όλο και περισσότερο και συχνότερα.
Τότε ήταν που ξεκίνησα να σκέφτομαι σοβαρά τον ρυθμό της παραγωγής ενός manga. Σκέφτηκα «πιθανότατα δεν μπορώ να διατηρήσω ένα φυσιολογικό εργασιακό ωράριο, αλλά αν κοιμάμαι όσο θέλω και όταν θέλω, πόσες σελίδες προλαβαίνω να παράξω;». Και το δοκίμασα. Αμέσως, ξεκίνησα να βγαίνω εκτός προγράμματος και να μην πιάνω τις προθεσμίες. Μολαταύτα, προσπάθησα να κοιμάμαι μερικές ώρες κάθε βράδυ. Εκείνη την περίοδο ήταν που άρχισαν να αλλάζουν τα αισθήματά μου σχετικά με την επαγγελματική δημιουργία manga. «Δεν θέλω να πεθάνω από υπερκόπωση. Αν είναι να πεθαίνω, θέλω να πεθαίνω διασκεδάζοντας στη ζωή μου ή σχεδιάζοντας manga για δική μου διασκέδαση. Οι έγχρωμες σελίδες είναι εφιάλτης. Τα one-shots είναι εφιάλτης». Ξεκίνησα επίσης να ξοδεύω λίγο χρόνο πριν κοιμηθώ για να χαλαρώνω και να ανακουφίζομαι από το άγχος της δουλειάς μου. Βγήκα ακόμη περισσότερο εκτός προγράμματος, με αποκορύφωμα την περίοδο της μάχης μεταξύ του Sensui και του Yusuke.
Ήταν επίσης εκείνη την περίοδο που συνειδητοποίησα ότι ξεκίνησα να βιώνω και ένα διαφορετικό είδος άγχους. Επειδή προσπαθούσα να μην καταπονώ το σώμα μου και να ανακουφιστώ από το σχετικό αυτό άγχος μου, ξεκίνησα να αγχώνομαι ότι δεν μπορούσα να σχεδιάσω με έναν τρόπο που να με ικανοποιούσε. Εδώ είναι που εισέρχεται στο παιχνίδι το δεύτερο σημείο.
Θεωρώ ότι οποιοσδήποτε σχεδιάζει κόμικ επιθυμεί να προσελκύσει κόσμο με τη τέχνη του, όμως αυτή είναι μια φιλοδοξία που κατέπνιξα για πολύ καιρό. Κι αυτό επειδή πίσω στον χρόνο, όταν μόλις έκανα το ντεμπούτο μου, ο υπεύθυνος συντάκτης μου εκείνη την περίοδο μου έδειξε μια σελίδα από το manga του Hagiwara Kazushi (δημιουργού του BASTARD!!). Ένιωσα ότι αν ήθελα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, η τέχνη μου δεν θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί με κάτι τέτοιου επιπέδου. Όμως, δεν κατάφερα ποτέ μου να ξεφορτωθώ το ιδανικό μου να καταφέρνω να σχεδιάσω manga χωρίς τη βοήθεια τρίτων. Μερικές φορές στην πορεία του Yu Yu Hakusho έφτιαχνα ολοκληρωμένα τελικά χειρόγραφα ολομόναχος. Αυτές ήταν και οι περιστάσεις που το άγχος μου χτυπούσε κόκκινο. Δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει κατανοητό, αλλά όταν αγχωνόμουν επειδή δεν ήμουν ικανοποιημένος με τα σκίτσα μου, ο μόνος τρόπος να ανακουφιστώ απ’ αυτό το άγχος ήταν να σχεδιάζω τα πάντα μόνος μου.
Ως αποτέλεσμα, τα κεφάλαια αυτά κατέληξαν απαίσια. Τόσο οι χαρακτήρες όσο και το φόντο ήταν χάλια. Το one-shot Two Shots, η μάχη του Karasu με τον Kurama και του Yusuke με τον Sensui, η σκηνή που ο Yusuke συναντά τον Raisen, όλα αυτά τα σχεδίασα μόνος μου. Τα δύο τελευταία τα ολοκλήρωσα μισή ημέρα πριν τη λήξη της προθεσμίας, όπως σωστά μάντεψε ένας αναγνώστης και με επέκρινε γι’ αυτό σε μια επιστολή του. Αυτό ίσως να σημαίνει ότι απέτυχα σαν επαγγελματίας, όμως ήμουν ικανοποιημένος. Είχα ήδη ξεκινήσει να σκέφτομαι πως ότι και να λέει ο καθένας, όσο χάλια κι αν ήταν οι ολοκληρωμένες σελίδες μου, ήθελα απλώς να τα σχεδιάσω όλα αυτά μόνος μου και δεν είχα κανένα λόγο να κάνω το αντίθετο.
Με θλίβει που το λέω, αλλά είχα εξερευνήσει κάθε κατεύθυνση για τους χαρακτήρες του Yu Yu Hakusho που είναι εφικτή στα πλαίσια μιας επαγγελματικής έκδοσης. Το μόνο που μπορούσα να κάνω σ’ αυτό το σημείο ήταν να αρχίσω να αποδομώ τους χαρακτήρες ή να αρχίσω να επαναλαμβάνω ξανά και ξανά τις ίδιες γενικές πλοκές έως ότου οι αναγνώστες να βαρεθούν. Αφενός, οι προσπάθειές μου να αποδομήσω τους χαρακτήρες φυσικά και απορρίφθηκαν από το Weekly Shounen Jump. Αφετέρου, δεν είχα τη σωματική και πνευματική δύναμη να συνεχίσω να κάνω το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά.
Συνεπώς, προχώρησα και έκανα εκείνο που πάντα ήθελα: «Αν ποτέ μου καταφέρω να αποκτήσω μια μακροχρόνια εβδομαδιαία κυκλοφορία στο Weekly Shounen Jump, θα τη τερματίσω με τους δικούς μου όρους». Γνώριζα από την αρχή όταν ξεκίνησα να δουλεύω για το περιοδικό ότι ακυρώνει την κυκλοφορία ενός manga αν δεν τα πάει καλά στις ψηφοφορίες δημοτικότητας για δέκα εβδομάδες. Το σύστημα αυτό αποδέχτηκε αρκετά ενθαρρυντικό, έμαθα πολλά γνωρίζοντας τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Όμως, κατέληξα να θέλω να σχεδιάζω manga για δική μου ευχαρίστηση, χωρίς να σκέφτομαι τις αντιδράσεις τρίτων. Ακολουθώντας αυτή τη λογική βάση, δεν νομίζω να φτιάξω κάτι που να ανταπεξέρχεται στα πρότυπα του Weekly Shounen Jump, οπότε δεν θα το προσπαθήσω.
Εν κατακλείδι: τερμάτησα το Yu Yu Hakusho λόγω του εγωισμού μου. Σας ζητώ συγγνώμη.
Για ένα άλλο παράδειγμα μπορούμε να στραφούμε προς τον Kubo. Περίπου τρεις μήνες ύστερα από την ακύρωση της κυκλοφορίας του Bleach, ο Kubo δημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter ένα πρόχειρο σύντομο κόμικ απευθυνόμενος προς τους αναγνώστες του. Διηγούνταν το πως μέσα στον δέκατο χρόνο της εβδομαδιαίας κυκλοφορίας του Bleach απέκτησε προβλήματα υγείας τα οποία επανεμφανίζονταν διαρκώς μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, καταλήγοντας τελικά και σε 8ήμερη νοσηλεία του σε νοσοκομείο τον Ιανουάριο του 2015. Παρά το γεγονός πως, σε αντίθεση με πολλούς, αφιέρωνε μια ολόκληρη ημέρα της εβδομάδας για να ξεκουραστεί, και που ύστερα από τον δέκατο χρόνο υπήρξαν φορές που έκανε παύσεις μίας εβδομάδας στην κυκλοφορία του Bleach τις οποίες περνούσε στο κρεβάτι του, κάθε φορά που πήγαινε να αναρρώσει τα προβλήματα επανεμφανίζονταν. Δεν είναι τυχαίο που στο δέκατο έτος της κυκλοφορίας του Bleach ξεκίνησε η κατακόρυφη πτώση της ποιότητας των σχεδίων του, γεγονός που οδήγησε στην ολοένα και μεγαλύτερη πτώση της δημοτικότητάς του, οδηγώντας τελικά στην ακύρωση της κυκλοφορίας του με το Weekly Shounen Jump να δίνει στον Kubo ένα περιθώριο μόλις τριών τευχών για να ολοκληρώσει μια ιστορία που έτρεχε για 15 χρόνια.
Οι πιο συνηθισμένοι τρόποι που ένας mangaka προσπαθεί να μειώσει κάπως τον χρόνο εργασίας του είναι οι εξής:
1. Απλώς εργάζεται λιγότερο: Η πιο απλή λύση αλλά ταυτόχρονα και η πιο επικίνδυνη, καθώς μειώνεται η ποιότητα του manga αυξάνοντας τις πιθανότητες ακύρωσης της κυκλοφορίας του. Αυτό τον δρόμο ακολούθησε ο Kubo.
2. Απλοποίηση και τυποποίηση του σχεδίου των χαρακτήρων: Με αυτό τον τρόπο μειώνεται ο χρόνος για τον σχεδιασμό της κάθε σελίδας. Ενυπάρχει το ρίσκο να μην αρέσουν τα νέα σχέδια στους αναγνώστες. Ένα κλασσικό επιτυχημένο παράδειγμα είναι τα ξανθά μαλλιά των Super Saiyans στο Dragon Ball. Ο Toriyama πήρε αυτή την απόφαση για να μειώσει τον χρόνο που σπαταλούσε στα γεμίσματα για τα μαλλιά των χαρακτήρων του.
3. Προσπέραση της φάσης των μολυβιών: Ο mangaka ξεκινάει τη λεπτομερή σχεδίαση του τελικού χειρόγραφου κατευθείαν με μελάνια. Συνήθως ακολουθείται από τους πιο πεπειραμένους σχεδιαστές επειδή χωρίς το σχέδιο με τα μολύβια για οδηγό είναι πιο εύκολο να γίνει κάποιο λαθός που δεν μπορεί να διορθωθεί, το οποίο ίσως και να οδηγήσει στον σχεδιασμό μιας ολόκληρης σελίδας από την αρχή ενώ είχαν ήδη ξοδευτεί κάποιες ώρες εργασίας πάνω της.
4. Υιοθέτηση αφηγηματικών κλισέ: Με αυτό τον τρόπο μειώνεται ο χρόνος για τον προγραμματισμό ιστοριών που θα τραβήξουν την προσοχή των αναγνωστών. Ένα πολύ κλασσικό παράδειγμα είναι η συμμετοχή των χαρακτήρων του κόμικ σε τουρνουά πολεμικών τεχνών, προσφέροντας οπότε εύκολα δράση και μάχες στους αναγνώστες.
Το βιοτικό επίπεδο στην Ιαπωνία
Σήμερα, ο κατώτατος μισθός στην Ιαπωνία για πλήρη απασχόληση είναι κάτι παραπάνω από χίλια ευρώ τον μήνα[2]. Για τις μητροπολιτικές περιοχές, το μέσο ενοίκιο κυμαίνεται στα 400 ευρώ τον μήνα. Τα μέσα έξοδα για ηλεκτρισμό είναι 40 ευρώ, το μέσο κόστος διατροφής είναι 320 ευρώ τον μήνα και τα μέσα έξοδα ύδρευσης είναι επίσης στα 40 ευρώ τον μήνα. Όλα αυτά τα έξοδα ανέρχονται στα 800 ευρώ και αφορούν ένα άτομο. Επίσης, δεν περιέχονται τα έξοδα για σταθερή και κινητή τηλεφωνία, διαδίκτυο και για τη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς. Να σημειωθεί επίσης πως σύμφωνα με μια μελέτη του ΔΝΤ το 2016, με τίτλο «Minimum Wage as a Wage Policy Tool in Japan», το 40% του ιαπωνικού εργατικού δυναμικού δεν έχει μόνιμη και πλήρη απασχολήση αλλά εργάζεται περιστασιακά και μερικώς. Σύμφωνα με την παγκόσμια βάση δεδομένων Numbeo, το μέσο κόστος ζωής στην Ιαπωνία είναι 51,27% υψηλότερο απ’ αυτό της Ελλάδας (χωρίς να υπολογίζεται το ενοίκιο κατοικίας). Το μέσο ενοίκιο είναι 164,73% υψηλότερο απ’ αυτό της Ελλάδας.
Στο Τόκυο, τα διαμερίσματα των 400 ευρώ μοιάζουν κάπως έτσι:
Μια πόρτα που φαίνεται στα αριστερά είναι για την τουαλέτα. Και αυτό είναι όλο το σπίτι.
Εκτός του Τόκυο τα διαμερίσματα είναι λίγο φτηνότερα και λίγο μεγαλύτερα. Για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα των 315 ευρώ στη Φουκουόκα, η οποία από το 2015 έγινε η πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας:
Το ενδιαφέρον στο δεύτερο μέρος της «ξενάγησης» στο διαμέρισμα από τον μάλλον φαφλατά Αμερικάνο φοιτητή είναι το μπαλκόνι. Στα μπαλκόνια της πολυκατοικίας αυτής υπάρχει ένα δίκτυ από kevlar ως εμπόδιο για όσους θέλουν να πηδήξουν από το μπαλκόνι για να αυτοκτονήσουν. Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα του ΟΟΣΑ, από το 1997 η Ιαπωνία είδε μια κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών:
Από το σκάσιμο της ιαπωνικής φούσκας του χρηματοπιστωτισμού και του real estate στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ιαπωνική οικονομία βρέθηκε σε μια οικονομική στασιμότητα η οποία οδήγησε σε διπλασιασμό του ποσοστού ανεργίας, από 2,5% σε 5%, μέσα σε μια δεκαετία, και παραμένει σ’ αυτά τα επίπεδα. Παράλληλα, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 5% και το ΑΕΠ της χώρα μειώθηκε κατά ένα τρις δολλάρια. Σύμφωνα με το άρθρο «Suicides due to hardships in life, job loss up sharply in 2009» του Japan Economic Newswire στις 13 Μαΐου 2010, μια έρευνα της ιαπωνικής αστυνομίας για το 2009 έδειξε ότι οι αυτοκτονίες ξεπεράσαν τις 30.000 για 12η συνεχόμενη χρονιά. Εξ αυτών, το 65,3% οφείλεται στην απώλεια εργασίας.
Ο μισθός ενός mangaka
Ένας mangaka συνήθως πληρώνεται ανά σελίδα που σχεδιάζει. Η πληρωμή αυτή ανά σελίδα παραμένει ίδια ανεξάρτητα του αριθμού των δημιουργών που συμμετέχουν στη δημιουργία του manga, πχ αν είναι ένας άνθρωπος που γράφει την ιστορία και κάνει τα σκίτσα ή αν πρόκεται για δύο διαφορετικά άτομα. Ο χώρος εργασίας του δεν είναι τα γραφεία του περιοδικού στο οποίο εκδίδεται, αλλά το σπίτι του ή το ατελιέ του. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να ολοκληρώσει εμπρόθεσμα το manga μόνος του, όπως η πλειοψηφία των περιπτώσεων στις εβδομαδιαίες κυκλοφορίες, προσλαμβάνει βοηθούς τους οποίους πληρώνει ο ίδιος από τον μισθό του. Πέρα από τους μισθούς των βοηθών, ο mangaka πληρώνει επίσης τα γεύματά τους κατά τη διάρκεια της εργασίας καθώς και τα έξοδα για την μεταφορά τους μεταξύ του σπιτιού τους και του χώρου εργασίας. Πληρώνει επίσης τις οποιεσδήποτε πρώτες ύλες και αναλώσιμα χρειάζεται ο ίδιος κι οι βοηθοί του. Τέλος, αν για τον οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να δουλέψει σπίτι του, το ενοίκιο για το ατελιέ του το πληρώνει πάλι ο ίδιος – υπάρχουν πάντως και κάποιες λίγες περιπτώσεις που κάποιο μεγάλο περιοδικό θα πληρώνει ενοίκιο για να μετακομίσει ο mangaka στην πόλη που έχουν οι εκδόσεις τα γραφεία τους στην περίπτωση που μένει σε κάποια μακρινή επαρχία. Όμως, η κύρια πηγή εισοδήματος για έναν mangaka δεν είναι η πληρωμή του από το εβδομαδιαίo περιοδικό, αλλά τα ποσοστά από τις πωλήσεις των επίτομων συλλογών του manga του, τα tankoubon. Συνήθως, ένα tankoubon κοστίζει 400¥ (σχεδόν 3,25 ευρώ), από τα οποία ο mangaka συνήθως παίρνει το 8-10%. Τέλος, παρότι τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του δεν ανήκει στον ίδιο αλλά στο περιοδικό που δημοσιεύεται, πληρώνεται ένα ειδικό τέλος για την μεταφορά του έργου του σε άλλα μήντια ή για merchandising.
Είναι σπάνιο κάποιος mangaka να δίνει δημόσια πληροφορίες για το εισόδημά του. Ο Shūhō Satō αποτελεί εξαίρεση. Να σημειωθεί πως δεν έχει εκδοθεί στο Weekly Shounen Jump αλλά σε μικρότερα περιοδικά. Για το Umizaru το 1998, έπαιρνε 10.000¥ (το ποσοστό πληθωρισμού για το γιεν μεταξύ 1998 με σήμερα είναι αμελητέο, μόλις 0,1%) ανά σελίδα και συνολικά έβγαζε 80 σελίδες τον μήνα. Οπότε ο μισθός του ήταν 800.000¥ τον μήνα. Απ’ αυτά, έδινε συνολικά κάθε μήνα τα 570.000¥ για να πληρώσει τους τρεις βοηθούς του και άλλα 100.000¥ για πρώτες ύλες, οπότε ο μισθός του κατέληγε στα 130.000¥ τον μήνα, δηλαδή περίπου 1.077€. Την ίδια χρονιά, ο κατώτατος μισθός ήταν περίπου στα 910€.
Για το Black Jack ni Yoroshiku που ξεκίνησε το 2002, έπαιρνε 35.000¥ τη σελίδα για 450 σελίδες τον χρόνο, δηλαδή 15,75 εκατομμύρια γιεν τον χρόνο. Τα έξοδά του για την πληρωμή των έξι βοηθών του ήταν 18 εκατομμύρια γιεν τον χρόνο, οπότε βρισκόταν στα μείον 2,25 εκατομμύρια γιεν (περίπου 18.000€) τον χρόνο. Από τις πωλήσεις των tankoubon έβγαζε 50¥, δηλαδή 40 λεπτά του ευρώ, από κάθε αντίτυπο. Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να πωληθούν τουλάχιστον 45.000 αντίτυπα τον χρόνο ώστε να έχει μηδενικό εισόδημα αλλά τουλάχιστον να μην αρχίσει να συσσωρεύει χρέη.
Το 2009 στην Ιαπωνία πωλήθηκαν συνολικά 5.300 διαφορετικά manga σε tankoubon. Απ’ αυτά, οι 100 πρώτοι σε πωλήσεις έβγαλαν κατά μέσο όρο 583.000€ τον χρόνο. Όμως, από τα υπόλοιπα 5.200 manga, οι αντίστοιχοι mangaka έβγαλαν κατά μέσο όρο μόλις 23.322€ τον χρόνο. Αν υποθέσουμε ότι απ’ αυτά τα χρήματα δεν είχαν να καλύψουν χρέη όπως πληρωμές βοηθών, τότε σημαίνει ότι κατά μέσο όρο έβγαζαν κάτι λιγότερο από 2.000€ τον μήνα. Μπορεί το ποσό να μας φαίνεται μεγάλο, όμως στο ιαπωνικό συγκείμενο πρόκειται για έναν μισθό που δεν επαρκεί για να συντηρήσει μια τριμελή οικογένεια – για μια τριμελή οικογένεια και ζωή χωρίς «σπατάλες», χρειάζονται κάτι λιγότερο από 3.000€ τον μήνα.
Σύμφωνα με τους Takeshi Obata και Tsugumi Ohba, γνωστοί ως δημιουργοί του Death Note, ο μισθός ενός νέου mangaka στο Weekly Shounen Jump το 2008 ήταν 12.000¥ τη σελίδα, δηλάδη σχεδόν 7.890€ τον μήνα. Ένας νέος mangaka σε εβδομαδιαία κυκλοφορία συνήθως θα χρειαστεί τρεις βοηθούς, δύο αρχάριους κι έναν βετεράνο. Ο μισθός των βοηθών δεν είναι με το κομμάτι αλλά με την ημέρα. Ο μέσος μισθός ενός αρχάριου βοηθού την ίδια περίοδο ήταν περίπου 80€ την ημέρα για τέσσερις ημέρες την εβδομάδα. Οπότε, ο κάθε αρχάριος βοηθός θα έβγαζε τον μήνα κατά μέσο όρο 1.280€ τον μήνα. Ένας βετεράνος κατά μέσο όρο παίρνει 3.100€ τον μήνα. Την ίδια χρονιά, ο κατώτατος μισθός ήταν στα 980€, δηλαδή όχι πολύ χαμηλότερα από σήμερα. Αν υπολογίσουμε ότι ο mangaka ξοδεύει και 100.000¥ σε αναλώσιμα και πρώτες ύλες, τότε αφαιρώντας από τον μισθό του mangaka τους μισθούς των τριών βοηθών του και τα αναλώσιμα, ο μισθός του πέφτει στα 1.420€. Κι αυτό, θεωρώντας πως δεν χρειάζεται να νοικιάσει ατελιέ για να δουλέψει μαζί με τους βοηθούς του, και χωρίς να υπολογίσουμε τα γεύματα και τα μεταφορικά που πρέπει να πληρώνει επιπλέον στους βοηθούς του. Μαζί με αυτά τα έξοδα, ο τελικός μισθός του πέφτει πολύ κάτω από κατώτατο μισθό. Και αν το έργο του δεν είναι αρκετά δημοφιλές για να κυκλοφορήσει σε tankoubon, τότε δεν πρόκειται να βγάλει επιπλέον χρήματα από την εργασία του.
Η κυριότερη μέθοδος για να αυξήσει ένας mangaka τον μισθό του είναι να μειώσει στο ελάχιστο των αριθμό των βοηθών που χρειάζεται. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του Junji Ito, περισσότερο γνωστού για το Uzumaki, συχνά τη θέση των βοηθών παίρνουν τα μέλη της οικογένειας του σχεδιαστή. Άλλες φορές, διάφοροι mangaka φτιάχνουν μικρές συνεργατικές ώστε να πληρώνουν από κοινού το ενοίκιο για το ατελιέ, και δουλεύουν συλλογικά μια σειρά από μικρότερες κυκλοφορίες ώστε να μην χρειάζονται βοηθούς. Οι βοηθοί με τη σειρά τους, συχνά έχουν και δεύτερη δουλειά ή δουλεύουν παράλληλα και δικά τους manga, είτε one-shots για περιοδικά είτε αυτοεκδόσεις από τις οικονομίες τους, ελπίζοντας πως μια μέρα θα μπορέσουν να πάψουν να είναι βοηθοί και θα αποκτήσουν εβδομαδιαίες ή μηνιαίες κυκλοφορίες – και ελπίζοντας πως θα είναι αρκετά δημοφιλείς ώστε να τους επιφέρουν κέρδη.
Όπως έχουν πει οι Obata και Ohba, η πιθανότητα για κάποιον mangaka να καταφέρει να βιοποριστεί από τη δουλειά του είναι μία στις χίλιες.

Μια βιομηχανία στα πρόθυρα κρίσης
Η βιομηχανία manga βρίσκεται σε ύφεση εδώ και μια δεκαετία. Από το 2006 υπάρχει μια σταθερή πτώση στις πωλήσεις των αντίστοιχων περιοδικών. Το Weekly Shounen Jump, το μεγαλύτερο σε πωλήσεις περιοδικό manga, έφτασε φέτος σε ιστορικό χαμηλό, πέφτωντας κάτω από δύο εκατομμύρια πωλήσεις το πρώτο τρίμηνο του 2017. Αντίστοιχος είναι και ο ρυθμός μείωσης των πωλήσεων στα ανταγωνιστικά του περιοδικά, με το δεύτερο μεγαλύτερο, το Weekly Shounen Magazine, να μην ξεπερνάει πλέον το ένα εκατομμύριο πωλήσεων.
Περίοδος / Περιοδικό |
Weekly Shounen Jump |
Weekly Shounen Magazine |
Shounen Sunday |
Ιανουάριος-Μάρτιος 2014 |
2.715.834 |
1.277.500 |
461.250 |
Απρίλιος-Ιούνιος 2014 |
2.677.500 |
1.245.417 |
445.500 |
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014 |
2.665.834 |
1.211.750 |
428.417 |
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014 |
2.605.000 |
1.192.267 |
411.250 |
Ιανουάριος-Μάρτιος 2015 |
2.422.500 |
1.156.059 |
393.417 |
Απρίλιος-Ιούνιος 2015 |
2.395.000 |
1.127.042 |
388.417 |
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015 |
2.376.667 |
1.107.840 |
369.231 |
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2015 |
2.321.667 |
1.085.110 |
356.584 |
Ιανουάριος-Μάρτιος 2016 |
2.238.333 |
1.038.450 |
345.667 |
Απρίλιος-Ιούνιος 2016 |
2.168.333 |
1.015.659 |
369.833 |
Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2016 |
2.161.667 |
995.017 |
330.000 |
Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2016 |
2.005.833 |
986.017 |
323.250 |
Ιανουάριος-Μάρτιος 2017 |
1.915.000 |
964.158 |
319.667 |
Είναι εμφανές ότι αν αυτή καθοδική πορεία συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς τα επόμενα χρόνια, πολλά απ’ τα περιοδικά θα συρρικνωθούν και αρκετά θα αναγκαστούν να σταματήσουν την κυκλοφορία τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανεργία στον ιαπωνικό κλάδο σχεδιασμού κόμικ θα αυξηθεί κατακόρυφα ενώ οι μισθοί των σχεδιαστών και των βοηθών θα συμπιεστούν περαιτέρω.
Οι συνθήκες εργασίας για το Weekly Shounen Jump, καθώς και γενικότερα στη βιομηχανία των manga, αντικατροπτίζονται με τον καλύτερο τρόπο στα λόγια του Oda προς τον Naoki Kawashima όταν ξεκίνησε η συνεργασία τους: «Πρέπει να είσαι έτοιμος να πεθάνεις για το One Piece».
Σημειώσεις:
1. Τα power naps είναι μικροί ύπνοι διάρκειας 10-15 λεπτών και θεωρείται πως διατηρούν τα πλεονεκτήματα του ύπνου μειώνοντας παράλληλα τη διάρκειά του για όσους δεν έχουν την «άνεση» να κοιμηθούν κανονικά. Η διάρκειά του είναι τόσο μικρή ώστε το άτομο να ξυπνήσει πριν περάσει στο στάδιο του βαθύ ύπνου, η διακοπή του οποίου πριν την πλήρη ολοκλήρωσή του προκαλεί κούραση και ζαλάδα.
2. Δεν υπάρχει ενιαίος κατώτατος μισθός στην Ιαπωνία. Ο κατώτατος μισθός διαφέρει από περιφέρεια σε περιφέρεια και αποφασίζεται από τη τοπική αυτοδιοίκηση ανάλογα με την οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας. Οπότε, πχ για το 2015 στην Αομόρι, μια μικρή πόλη με λιγότερους από 300.000 κατοίκους που βρίσκεται στην περιφέρεια με την χαμηλότερη οικονομική θέση, ο κατώτατος μισθός ήταν περίπου στα 850 ευρώ τον μήνα. Στους υπολογισμούς μας στον κύριο κορμό του κειμένου αναφερόμαστε στις περιοχές στην κορυφή της κατάταξης, καθώς εκεί είναι που βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι διάφοροι εκδοτικοί οίκοι, οπότε έχει περισσότερο νόημα να συγκρίνουμε το εισόδημα ενός mangaka με τους μισθούς σ’ αυτές τις περιοχές. Επιπλέον κίνητρο για αυτή την επιλογή είναι και οι μεγάλες διαφορές στις τιμές κάποιων βασικών εμπορευμάτων μεταξύ των διάφορων περιφερειών διαφορετικής οικονομικής ανάπτυξης (πχ, τα ενοίκια στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι αρκετά υψηλότερα).