Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τη τελευταία υποενότητα του κεφαλαίου «Ideology or Fetishism: Power and Subjection» απ’ το βιβλίο The Philosophy of Marx του Ετιέν Μπαλιμπάρ.

Μπορούμε τώρα να φτάσουμε σε μια συνολική αποτίμηση αυτής της ανάπτυξης στην οποία, ακολουθώντας τις ίδιες τις αμφιταλαντεύσεις του Μαρξ, μεταφερθήκαμε από την ιδεολογία στον φετιχισμό και τους διάφορους πιθανούς τρόπους ερμηνείας του; Φυσικά, κάθε σύγκριση πρέπει να λάβει υπόψη της τόσο τα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο ισχυρισμών όσο και τις διαφορές τους: αφενός, έχουμε ένα ανεπίσημο έργο [Η Γερμανική Ιδεολογία] που δεν εκδόθηκε ποτέ (ακόμη κι αν βρίσκουμε απόηχους των αναπτυγμάτων του στο μετέπειτα έργο του Μαρξ)· αφετέρου, έχουμε έναν ισχυρισμό τον οποίο ο Μαρξ επεξεργάστηκε εκτενώς και τον τοποθέτησε σε ένα στατηγικό σημείο της «κριτικής του της πολιτικής οικονομίας». Μεταξύ των δύο, ανέπλασε πλήρως το «επιστημονικό» του εγχείρημα, άλλαξε το πεδίο του, αν όχι και τον σκοπό του, και μετασχημάτισε τις απόψεις του για την αναζήτηση της κοινωνικής επανάστασης, κινούμενος από την ιδέα της εγγύτητάς της σε πιο μακροπρόθεσμες αντιλήψεις.

Το εμφανώς κοινό στοιχείο μεταξύ της θεωρίας της ιδεολογίας και της θεωρίας του φετιχισμού είναι πως προσπαθούν να συνδέσουν τη συνθήκη των ατόμων που βρίσκονται απομονωμένα αναμεταξύ τους λόγω της καθολικής διεύρυνσης του καταμερισμού της εργασίας και του ανταγωνισμού με τη συγκρότηση και το περιεχόμενο των αφαιρέσεων οι οποίες είναι «κυρίαρχες» στην αστική εποχή. Επίσης, κοινό τους στοιχείο είναι το γεγονός πως επιδιώκουν να αναλύσουν την εσωτερική αντίφαση που αναπτύσσεται στον καπιταλισμό μεταξύ της πρακτικής ατομικότητας των ατόμων (το ευρύ φάσμα των κοινωνικών τους σχέσεων, το πεδίο που τους προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία για να εμπλακούν σε δραστητιότητες και ν’ αναπτύξουν τις ιδιαίτερες «δυνατότητές» τους) και της θεωρητικής καθολικότητας των ιδεών της εργασίας, της αξίας, της ιδιοκτήσιας και του ατόμου (οι οποίες τείνουν να υποβαθμίζουν τα άτομα στη συνθήκη των αντικαθιστάμενων εκπροσώπων του ίδιου είδους ή «ουσίας»). Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει η χρήση ενός μεγάλου λογικού σχήματος, το οποίο ο Μαρξ λαμβάνει απ’ τον Χέγκελ και τον Φόιερμπαχ και διαρκώς το επανεπεξεργάζεται, όμως ποτέ δεν το εγκαταλείπει: το σχήμα της αλλοτρίωσης.

Αλλοτρίωση σημαίνει λησμόνηση της πραγματικής καταγωγής των ιδεών ή γενικοτήτων, αλλά σημαίνει επίσης την αντιστροφή της «πραγματικής» σχέσης μεταξύ της ατομικότητας και της κοινότητας. Ο κατακερματισμός της πραγματικής κοινότητας των ατόμων ακολουθείται από μια προβολή ή αντιμετάθεση της κοινωνικής σχέσης σε ένα εξωτερικό «πράγμα», σ’ έναν τρίτο όρο. Μόνο που στην πρώτη περίπτωση αυτό το πράγμα είναι ένα «είδωλο», μια αφηρημένη αναπαράσταση η οποία φαίνεται να υπάρχει από μόνη της στο αιθέριο πεδίο των ιδεών (Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ανθρωπότητα, Νόμος), ενώ στη δεύτερη περίπτωση αυτό το πράγμα είναι ένα «φετίχ», ένα υλικό πράγμα το οποίο φαίνεται να ανήκει στη γη, στη φύση, ασκώντας παράλληλα μια ακαταμάχητη εξουσία επί των ατόμων (το εμπόρευμα και, πάνω απ’ όλα, το χρήμα).

Αυτή η διαφορά όμως συνεπάγεται μερικές αξιοσημείωτες συνέπειες, οι οποίες αναπτύσσονται τόσο στα γραπτά του ίδιου του Μαρξ όσο και σ’ αυτά των διαδόχων του (εξίσου σε μαρξιστές και μη-μαρξιστές). Ας συνοψίσουμε σχηματικά λέγοντας πως εκείνο που σκιαγραφείται στη Γερμανική Ιδεολογία είναι μια θεωρία της συγκρότησης της εξουσίας, ενώ εκείνο που περιγράφεται στο Κεφάλαιο, μέσω του ορισμού του φετιχισμού, είναι ένας μηχανισμός καθυπόταξης. Προφανώς, αυτά τα δύο προβλήματα δεν μπορούν να μεταχειριστούν σαν τελείως ανεξάρτητα αναμεταξύ τους, όμως προσελκύουν την προσοχή μας σε διακριτές κοινωνικές διαδικασίες και προσδίδουν διαφορετική κλίση στον στοχασμό μας για την απελευθέρωση.

Η εναλλακτική που αντιπροσωπεύουν μπορεί ν’ αναπτυχθεί αναφορικά με μια σειρά από διαφορετικά θέματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ζήτημα της εργασίας και της παραγωγής. Η θεωρία της ιδεολογίας δίνει έμφαση στην απόρριψη ή τη λησμόνηση των υλικών όρων της παραγωγής και τους περιορισμούς που επιβάλλονται απ’ αυτούς. Στο ιδεολογικό πεδίο, η παραγωγή απορρίπτεται ή εξιδανικεύεται και γίνεται ελεύθερη «δημιουργία». Γι’ αυτό εδώ είναι κεντρικός ο στοχασμός για τη διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας – ή, διανοητικής διαφοράς. Είδαμε πως αυτή η διάκριση επέτρεψε στον Μαρξ να εξηγήσει τον μηχανισμό με τον οποίο η ταξική ιδεολογική κυριαρχία αναπαράγεται και νομιμοποιείται. Αντιθέτως, για τη θεωρία του φετιχισμού, τονίζεται ο τρόπος που η παραγωγή καθυποτάσσεται στην αναπαραγωγή της ανταλλακτικής αξίας. Το κεντρικό είναι η μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας και η άμεση αντιστοιχία που καθιερώνεται μεταξύ οικονομικών και δικανικών ιδεών, η ισόνομη μορφή της ανταλλαγής και του συμβολαίου, η «ελευθερία» της αγοραπωλησίας κι η προσωπική «ελευθερία» των ατόμων.

Ή, πάλι, μπορούμε να δείξουμε πως τα φαινόμενα της αλλοτρίωσης με τα οποία ασχολούμαστε εδώ αναπτύσσονται με αντίθετους τρόπους: αφενός, είναι της τάξης των πεποιθήσεων και έχουν να κάνουν με τον «ιδεαλισμό» των ατόμων (με τις υπερβατικές αξίες στις οποίες εγγράφονται: Θεός, Έθνος, Λαός ή ακόμη κι Επανάσταση)· αφετέρου, είναι της τάξης της αντίληψης κι έχουν να κάνουν με τον ρεαλισμό ή τον «ωφελισμό» των ατόμων (με τις έκδηλες πραγματικότητες της καθημερινής ζωής: ωφελιμότητα, τη τιμή των πραγμάτων, τους κανόνες της «κανονικής» συμπεριφοράς). Αυτό από μόνο του δεν στερείται πολιτικών συνεπειών, καθώς ξέρουμε πως η πολιτική (συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής πολιτικής) είναι τόσο ένα ζήτημα ιδανικών όσο κι ένα ζήτημα συνηθειών.

Κράτος ή αγορά;

Αυτή η διαφορά μας φέρνει τελικά στη σημαντική αντίφαση η οποία περικλείει όλες τις προηγούμενες. Η θεωρία της ιδεολογίας αποτελεί θεμελιακώς μια θεωρία του κράτους (δηλαδή, του τρόπου κυριαρχίας εγγενή στο κράτος), ενώ η θεωρία του φετιχισμού αποτελεί θεμελιακώς μια θεωρία της αγοράς (του τρόπου καθυπόταξης ή συγκρότησης του «κόσμου» των υποκειμένων κι αντικειμένων εγγενή στην οργάνωση της κοινωνίας ως αγορά και της κυριαρχίας των δυνάμεων της αγοράς). Αυτή η διαφορά αναμφίβολα μπορεί να ερμηνευτεί από τις στιγμές στις οποίες ο Μαρξ ανέπτυξε την κάθε μία απ’ τις δύο θεωρίες, για να μην αναφερθούμε στα διαφορετικά μέρη που τις ανέπτυξε (Παρίσι και Λονδίνο, την πρωτεύουσα της πολιτικής και την πρωτεύουσα των επιχειρήσεων αντίστοιχα), και τη διαφορετική ιδέα που είχε κάθε φορά για τους όρους και τους στόχους της επαναστατικής πάλης. Απ’ την ιδέα της ανατροπής της αστικής κυριαρχίας η οποία είχε έρθει σε αντίφαση με την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών, μετακινηθήκαμε στην ιδέα της επίλυσης μιας αντίφασης εγγενής στον τρόπο κοινωνικοποίησης που παράγεται απ’ τον καπιταλισμό.

Η διαφορά πρέπει επίσης να ερμηνευτεί -αν και προφανώς τα δύο θέματα συνδέονται- από τις κύριες πηγές της σκέψης του Μαρξ, οι οποίες αποτελούν επίσης τα αντικείμενα της κριτικής του. Η θεωρία του φετιχισμού αναπτύχθηκε ως συμπλήρωμα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, επειδή ο Μαρξ βρήκε στον Σμιθ και, πιο συγκεκριμένα, στον Ρικάρντο μια «ανατομία» της αξίας βασισμένη πλήρως στην ποσοτικοποίηση της εργασίας και στη «φιλελεύθερη» ιδέα μιας αυτόματης ρύθμισης της αγοράς διαμέσου των ατομικών ανταλλαγών. Αφετέρου, αν θεωρητικοποίησε την ιδεολογία σαν μια λειτουργία του προβλήματος του κράτους, ήταν επειδή ο Χέγκελ, όπως είδαμε, παρείχε έναν εντυπωσιακό ορισμό του κράτους δικαίου σαν μια ηγεμονία που ασκείται επί της κοινωνίας.

Μπορούμε συνεπώς τώρα να κατανοήσουμε το εντυπωσιακό γεγονός πως οι σύγχρονοι θεωρητικοί που οφείλουν κάτι ουσιαστικό στην μαρξική έννοια της ιδεολογίας -ιδίως την αντίληψη των όρων της παραγωγής της ιδεολογίας ή των ιδεών- αναπόφευκτα έρχονται αντιμέτωποι με ζητήματα εγελιανής καταγωγής: οι «οργανικοί διανοούμενοι» (Γκράμσι), οι «ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους» (Αλτουσέρ), οι «ευγενείς του κράτους» κι η «συμβολική βία» (Μπουρντιέ). Ακόμη κι ο Ένγκελς, όταν ανακάλυψε εκ νέου την έννοια της ιδεολογία το 1889 (στο Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το Τέλος της Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας), ήδη σχεδίαζε να αποδείξει τι κάνει το κράτος την «πρώτη ιδεολογική εξουσία» και ν’ αποκαλύψει τον νόμο της ιστορικής διαδοχής των «κοσμοθεωριών» ή μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας η οποία παρέχει τη (θρησκευτική ή δικανική) νομιμοποίησή της στα ταξικά κράτη. Αντιθέτως, είναι στην κληρονομιά της ανάλυσης του φετιχισμού που πρέπει κανείς να κοιτάξει τόσο για τις φαινομενολογίες της «καθημερινής ζωής» κυριαρχούμενης από τη λογική του εμπορεύματος ή από τα σύμβολα της αξίας (Σχολή της Φρανκφούρτης, Ανρί Λεφέβρ, Γκυ Ντεμπόρ, Άγκνες Χέλερ), και για αναλύσεις του κοινωνικού φαντασιακού δομημένου από τη «γλώσσα» του χρήματος και του δικαίου (Maurice Godelier, Jean-Joseph Goux ή Καστοριάδης, ο οποίος υποκαθιστά τις δομές με θεσμούς, ή ακόμη κι ο Μποντριγιάρ, ο οποίος θέτει τον Μαρξ με το κεφάλι κάτω μελετώντας έναν «φετιχισμό της αξίας χρήσης» αντί για έναν «φετιχισμό της ανταλλακτικής αξίας»).