Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Κροάτη μαρξιστή Juraj Katalenac για το blog του Adidas Marxism.

Η Αμερική είναι η μόνη χώρα που πέρασε από τον βαρβαρισμό στον ξεπεσμό χωρίς να περάσει ενδιάμεσα από τον πολιτισμό.
– Όσκαρ Ουάιλντ

Έχετε προσέξει πως, για παράδειγμα, το να είσαι αγενής προς τους χοντρούς ανθρώπους έχει ξαφνικά μετατραπεί σε ζήτημα της αριστερής πολιτικής αντί ορθής ανατροφής κι ευγένειας; Έχετε προσέξει πως ξαφνικά το να ενστερνίζεσαι τις ψυχικές σου ασθένειες, αντί να τις αντιμετωπίσεις με ορθό τρόπο, και το να παρακινείς τους άλλους να κάνουν το ίδιο, έχει γίνει πράξη πολιτικής «χειραφέτησης» και «ενδυνάμωσης» του ατόμου; Έχετε προσέξεις πως η τοξική δυτική πολιτική ορθότητα έχει γίνει η υποχρεωτική γλώσσα της αριστερής πολιτικής με τον στόχο της να είναι η επιβολής ενός συγκεκριμένου τρόπου συζητησής χωρίς να εξετάζεται το περιεχόμενο; Έχετε προσέξει πως το να είσαι μέλος της εργατικής τάξης έχει ξαφνικά μετατραπεί σε μια ακόμη ταυτότητα μεταξύ πολλών, πως ξαφνικά μπορείς να γίνεις μέλος της εργατικής τάξης απλώς μέσω συνδέσεων, αντί έχοντας την ανάγκη να δουλέψει με αντάλλαγμα έναν μισθό ή να εξαρτάσαι από κάποιον που λαμβάνει μισθό, και πως η εργατική τάξη έχει χάσει τον ρόλο της ως ο «τροχός της κοινωνικής αλλαγής» και έγινε «καταπιεσμένος λαός»; Έχετε προσέξει πως το πρόβλημα του ρατσισμού ξαφνικά «αντιμετωπίζεται» με την επιβολή ιδιαίτερων εθνικών ταυτοτήτων;

Εν ολίγοις: έχετε προσέξει πως η αριστερή πολιτική έχει πλήρως εγκαταλείψει το περιεχόμενό της σε αναζήτηση άχρηστων μορφών ή/και παραπετασμάτων καπνού, και πως έχει σταματήσει να αποτελεί μια ιδέα που στοχεύει στη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης με στόχο την αλλαγή και τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας, και έχει γίνει μια κοινωνική σκηνή για κοινωνικώς απροσάρμοστα άτομα;

Παραθέτοντας τα λόγια του Ισπανού φιλόλογου και ανθρωπιστή Francisco Sánchez de las Brozas του 16ου αιώνα: «Η αλήθεια είναι κρυμμένη, μα δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο απ’ την αλήθεια»[1].

Ο μεταμοντερνισμός των ηλιθίων

Όλα αυτά τα προβλήματα εκπροσωπούν μια τάση της αριστερής πολιτικής και σκέψης η οποία προέρχεται από την αγγλόφωνη ακαδημία, κυρίως από τις ΗΠΑ, γι’ αυτό και επέλεξα να ονομάσω αυτό το φαινόμενο «Αμερικάνικη Σκέψη».

Τι εννοώ λέγοντας «Αμερικάνικη Σκέψη;» Μιλάω (κυρίως) για ιδέες όπως η πολιτιστική οικειοποίηση, η πολιτική των ταυτοτήτων, τις θεωρίες της διαθεματικότητας, της ενδυνάμωσης [empowerment], του εξευτελισμού [shaming] και των προνομίων, και τις αμερικάνικες θεωρίες αναφορικά με τη φυλή και τον ρατσισμό, τις οποίες η αμερικάνικη αριστερά αναμειγνύει με τον μαρξισμό, τον τριτοκοσμικό «προοδευτικό» εθνοτικό εθνικισμό και προβάλλει στον υπόλοιπο κόσμο -κυρίως στην Ευρώπη- χωρίς καμία πραγματική υλιστική ανάλυση προς υποστήριξη αυτών των σκέψεων. Στη τελική, οι υλιστικές επιστημονικές μεθόδοι ανάλυσης -αποτέλεσμα αιώνων ευρωπαϊκού διαφωτισμού- είναι «άχρηστες», κυρίως επειδή απαιτούν την παροχή επιχειρημάτων, τον χειρισμό συγκεκριμένου θεωρητικού μηχανισμού και τη στήριξη των ισχυρισμών με ιστορικές αποδείξεις. Ξέρετε, όλα αυτά τα ενοχλητικά πράγματα που σε αποτρέπουν από το να εκφραστείς και να εκφράσεις την καταπίεσή σου.

Η «Αμερικάνικη Σκέψη» δεν είναι καν ιδιαίτερα πρωτότυπη στον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ουσιαστικά είναι μετά-1968 γαλλική αριστερή θεωρία, ονομαστικά μεταμοντερνισμός, ξεσκισμένος στα μικρότερα δυνατά κομμάτια του αναδιατεταγμένα σε μια απλοποιημένη γλώσσα ταιριαστή για τις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις. Είναι γαλλική «θεωρητική ποίηση» απογυμνωμένη από τη γοητεία και τον ρομαντισμό της σε μια ατέρμονη υστερία λεκτικών σαλατών χωρίς να λέει οτιδήποτε σημαντικό.

Οι ρίζες αυτού μπορούν να βρεθούν στον νεοφιλελευθερισμό και της ατζέντα του της διάλυσης της κοινωνίας σε άτομα και εμπορεύματα. Φυσικά, ο νεοφιλελευθερισμός δεν διαλύει τις τάξεις εντός της παραγωγής ή του καταμερισμού της εργασίας, αλλά διαλύει την πολιτική προοπτική της εργατικής τάξης μέσω της εξατομίκευσή της. Γι’ αυτό η σημερινή αριστερά, στην ανικανότητά της να ανταπεξέλθει με την απόλυτη καταστροφή του ιστορικού της ομολόγου κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, έχει αποφασίσει να στραφεί προς την ιδεολογία και τις στρατηγικές της ακροδεξιάς με την έμφασή της στο άτομο, τη ταυτότητά του, τον εθνορομαντισμό και την υπεράσπιση της κουλτούρας, έχοντας έτσι υποκαταστήσει μ’ αυτά τη τάξη. Το ταξικό συμφέρον της εργατικής τάξης δεν αποτελεί τον κινητήρα της σημερινής αριστερής πολιτικής, καθώς η εργατική τάξη γίνεται αντιληπτή ως μια από τις «αδικημένες» ταυτότητες.

Είναι επίσης υψίστης σημασίας να σημειώσουμε πως η «Αμερικάνικη Σκέψη» οφελείται από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την παγκόσμια υπεροχή του. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός τη βοηθά να διαδοθεί κυρίως διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της ποπ κουλτούρας και των «ανεξάρτητων» μέσων, επιβαλόμενη, όπως κι οι ΗΠΑ, ως την «αστυνομία της Σαρία» αυτής της μικρής κοινωνικοπολιτικής σκηνής στο διεθνές επίπεδο. Ή, για να το θέσουμε εν συντομία: Ο κόσμος υπάρχει μόνο αν τον βλέπεις μέσα απ’ τα μάτια της αμερικάνικης αριστεράς.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κρίσιμης σημασίας για τη διάδοση της «Αμερικάνικης Σκέψης» όχι μόνο επειδή προάγουν μια απλοποιημένη έκφραση, αλλά επίσης επειδή απλοποιούν την ίδια τη γλώσσα που ταιριάζει σ’ αυτή την αφήγηση θεωρητικής απλοποίησης και ένδειας. Επίσης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν σε ορισμένους ακαδημαϊκούς, οι οποίοι δεν έχουν δημοσιεύσει τίποτα γνήσιο ή σημαντικό στη ζωή τους και που δεν μπορούν καν να συλλάβουν τα βασικά των ίδιων τους των ακαδημαϊκών αντικειμένων, να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και να μαζέψουν ακολουθητές λέγοντας «σοκαριστικά πράγματα» στο ίντερνετ. Μιλάω για περιπτώσεις όπως το τέχνασμα περί «λευκής γενοκτονίας» του Τζορτζ Σικαριέλο-Μάχερ ή το τέχνασμα του Michael Rectenwald για να λάβει πλήρη απασχόληση στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Η ναρκισσιστική ανάγκη για συνεχή προσοχή [attention] είναι σίγουρα μια εκ των σημαντικότερων αποστολών της «Αμερικάνικης Σκέψης», όμως σε αντίθεση με την ακαδημία του παρελθόντος, η «Αμερικάνικη Σκέψη» είναι ανίκανη να εκπληρώσει τον βασικό κοινωνικό της σκοπό: να μορφώσει και να αναπτύξει θεωρία. Μολαταύτα, μπορεί κανείς να υποδείξει πως ακόμη αναπτύσσετα θεωρία η οποία εξυπηρετεί την ατζέντα της άρχουσας τάξης στην παρούσα καπιταλιστική εποχή, με τη ρητορεία περί ταυτοτήτων και ατόμου. Επίσης, αυτός ο ναρκισσισμός είναι επίσης παρών σε ακτιβίστικους κύκλους, και ένα εκ των χειροτέρων παραδειγμάτων αυτού ήταν τα «άρθρα ανάλυσης» αναφορικά με την πρόσφατη δολοφονίας της Heather Heyer.

Το φαινόμενο της αριστεράς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλύφθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, στο ενδιαφέρον νέο βιβλίο της Angela Nagle, Kill All Normies: Online Culture Wars From 4Chan and Tumblr to Trump and the Alt-Right, που εκδόθηκε το 2017. Η ίδια η Nagle, ενό επικρίνει τόσο την αριστερά όσο και τη δεξιά και την προσέγγισή τους προς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχει βρεθεί θύμα μιας αριστερής εκστρατείας δυσφήμισης, η οποία έχει παράγει πολυάριθμα άρθρα τα οποία δεν έχουν απαντήσει ούτε σε ένα απ’ τα επιχειρήματα της Nagle κι έχουν απλώς ως μόνο στόχο να τη συκοφαντήσουν. Αυτό περιγράφει τον τρόπο που η «Αμερικάνικη Σκέψη» αντιμετωπίζει τους επικριτές της.

Συνήθως, όταν κανείς επικρίνει τις ιδέες που συγκροτούν την «Αμερικάνικη Σκέψη» -ιδίως τη συγχώνευση της πολιτικής των ταυτοτήτων με τον μαρξισμό- καταδικάζεται σαν κάποιου είδους φοβικός [πχ, ομοφοβικός, ισλαμοφοβικός, κλπ]. Στον απλοϊκό κι ασπρό-ή-μαύρο κόσμο της αριστερής πολιτικής, κάθε κριτική είναι περιττή κι επικίνδυνη, οπότε υπάρχουν μόνο «καλοί» και «κακοί» άνθρωποι. Έτσι, ένας φοβικός είναι βασικά ένας νέος φασίστας – ένα απόλυτο κακό κι απόλυτος εχθρός, ή απλώς ένας άνθρωπος που δεν συμφωνεί μαζί σου. Για να είναι κανείς «καλός» χρειάζεται να κερδίσει τους «Ολυμπιακούς Αγώνες Καταπίεσης»[2]· το οποίο αποτελεί βασικά μια τελετή αποδοχής σχεδιασμένη από Αμερικάνους αριστερούς όπου κανείς πρέπει να συγκεντρώσει όλες τις δυνατές ταυτότητες που μπορεί να βρει κανείς ώστε να κρύψει το γεγονός πως αποτελούνται κυρίως από λευκούς Αμερικάνους με πανεπιστημιακή μόρφωση – την πιο προνομιακή ομάδα ανθρώπων στον κόσμο.

Μολαταύτα, αν αυτές οι ιδέες παραμέναν κλειδωμένες στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις κανείς δεν θα ενδιαφερόταν γι’ αυτές. Όμως δεν έχει έτσι η κατάσταση, καθώς αυτή η προσέγγιση έχει διαδοθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Όπως υπέδειξε αστειευόμενος ένας φίλος μου: «η ηλιθιότητα της αμερικάνικης αριστερής ακαδημίας μπορεί εύκολα να εξηγηθεί μέσω του παραδείγματος της Τζούντιθ Μπάτλερ, επειδή η ίδια θεωρεί συγχρόνως ως βία μια ακαδημαϊκή εργασία και τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ ως τμήμα της ευρύτερης αριστεράς».

Παρακάτω θα αναλύσω γιατί ιδιαίτερα στοιχεία της «Αμερικάνικης Σκέψης» δεν έχουν τίποτα κοινό με τον μαρξισμό. Όμως πριν απ’ αυτό πρέπει να κάνω μια δήλωση αποποίησης ευθυνών.

Πρώτον, παρότι ονομάζω αυτό το φαινόμενο σύμφωνα με τη χώρα καταγωγής του, είναι σημαντικό να τονίσω πως ο σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι με κανέναν τρόπο να προωθήσω οποιαδήποτε μορφή εθνικιστικής σκέψης, για παράδειγμα έναν αντιαμερικανισμό. Ο αντιαμερικανισμός είναι κάτι πολύ δημοφιλές μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, συνδέεται με θεωρίες συνομωσίας, με τον αντισημιτισμό και με άλλες μορφές σωβινισμού, και συνήθως εκπροσωπεί συγκαλυμμένα έναν ιδιαιτερό εθνικισμό. Επίσης, ο αντιαμερικανισμός είναι δημοφιλής παγκοσμίως στην αντιιμπεριαλιστική αριστερά, καθώς εκπροσωπεί, όπως το θέτει ο Moishe Postone, «τον αντιιμπεριαλισμό των ηλιθίων», επειδή η αντιληψή τους για την αντικαπιταλιστική χειραφέτηση δεν είναι η οικοδόμηση μιας «ανθρώπινης κοινότητας» (Μαρξ), αλλά η εξάλειψη του «παγκόσμιου κακού» – των ΗΠΑ[3]. Και δεύτερον, δεν θεωρώ πως αυτό το φαινόμενο εκπροσωπεί το σύνολο της αριστεράς στον αγγλόφωνο κόσμο. Υπάρχουν πολλοί σύντροφοι οι οποίοι μετέχουν στη ταξική πάλη, είτε με το οργανώνονται είτε με το να παρεμβαίνουν, όμως δυστυχώς πρέπει κανείς να έρθει κάπως σε επαφή μαζί τους ώστε να λάβει πληροφορίες και μια εικόνα για τη έργο τους, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, εμπειρίες και μαθήματα, καθώς τα πάντα καταπνίγονται από την αφήγηση της «Αμερικάνικης Σκέψης».

«Λευκότητα», ρατσισμός και καταπιεσμένοι λαοί

Σήμερα, είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις κάποιον που να έχει εμπλακεί σε μια συζήτηση με τη δυτική αριστερά και να μην έχει ποτέ του συναντήσει ιδέες όπως το λευκό προνόμιο, τον Λευκό και τη λευκότητα. Σ’ αυτή την ιδιαίτερη αντίληψη, ο Λευκός μετατρέπεται σε μια διακριτή «κοινωνιολογική κατηγορία».

Φαίνεται πως οι άνθρωποι μερικές φορές ξεχνούν πως ο ρατσισμός αποτελεί, παρομοίως με τη τάξη, ένα πρόβλημα του πολιτικού και του οικονομικού, δηλαδή είναι ένα πρόβλημα πρόσβασης σε κοινωνικούς πόρους κι υπηρεσίες, διαχωρισμού, βίας, και του ρόλου που ορισμένες ομάδες παίζουν σε μια πολιτική διαδικασία. Χρησιμοποιείται πάντα για να αποκλείσει ορισμένες εθνοτικές ομάδες βάσει του υποβάθρουν των προγόνων τους.

Η προσέγγιση της «Αμερικάνικης Σκέψης» στη φυλή και την κουλτούρα αποκαλύπτει επίσης τη φτώχεια της αναφορικά με την κατανόηση του ιστορικού ρόλου, ορίων και θεμελιώδων εννοιών του κλασσικού φιλελευθερισμού· πχ η έννοια της ατομικότητας όπως παρουσιάζεται στο δοκίμιο Περί Ελευθερίας (1859) του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Εκφράζει μια διαρκή ανάγκη προσκολλημένη στις δικές τους συγκεκριμένες εθνοτικές ταυτότητες και τις επιβάλλει επιθετικά σε άλλους. Αυτό έχει τις ρίζες του στον διαρκή τους φόβο του να μην έχουν μια ταυτότητα και την άρνησή τους να αποδεχτούν πως είναι απλώς Αμερικάνοι.

Περαιτέρω, φαίνεται πως ο σημερινός αντιρατσισμός έχει μετατραπεί στην επιβολή φυλετικών και εθνοτικών διαφορών ως μια απάντηση της αποτυχίας της «έλλεψης χρώματος» του φιλελεύθερου αντιρατσισμού. Λέω εθνοτικών επειδή, για παράδειγμα, η έννοιας της λευκότητας δεν έχει τις ρίζες της σ’ αυτό που γνωρίζουμε σαν «κλασσική φυλετική διαίρεση», καθώς αποκλείει πολυάριθμες εθνοτικές ομάδες οι οποίες συνήθως θεωρούνται καυκάσιες [λευκές] στη βάση της πολιτικής τους κληρονομίας του 19ου και του 20ού αιώνα. Φυσικά, ξανά, αποκλειστικά από μια αμερικάνικη οπτική. Συνήθως δηλώνει πως ορισμένες καυκάσιες ομάδες δεν είναι λευκές με την «κοινωνιολογική έννοια» και πως, αντιστοίχως, όλοι οι μη-λευκοί θεωρούνται ως «καταπιεσμένοι». Το ποιος είναι πραγματικά λευκός και ποιος όχι είναι μια ερώτηση στην οποία υπάρχουν πολλές απαντήσεις καθώς οι αυτοαποκαλούμοι μαρξιστές βουλιάζουν βαθύτερα στον βόθρο του τσαρλατανισμού της «φυλετικής επιστήμης».

Αν πάμε λίγο βαθύτερα και τοποθετήσουμε αυτές τις έννοιες στην πραγματικότητα του πολιτικού και οικονομικού διαλόγου, υπάρχοντα τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού, μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικές ενδιαφέρουσες διαισθήσεις. Ένα απ’ τα σημαντικότερα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει υπάρξει η απόλυτη καταστροφή του «δημόσιου πεδίου», μαζί με την ίδια την ιδέα του δημόσιου και του κοινωνικού. Μέσω της διαδικασίας μετάβασης, οι πρώην σοσιαλιστικών κοινωνιών, όπως η κροατική κοινωνία στην οποία ζω, έχουν χτυπηθεί ριζόκοτερα απ’ τις δυτικές μ’ αυτή την αλλαγή του διαλόγου. Και στην πολιτική σφαίρα, αυτός ο διάλογος δεν κατήργησε μόνο το δημόσιο και το κοινωνικό, δεν ανακήρυξε μόνο πως το προσωπικό είναι τώρα πολιτικό, αλλά ανακήρυξε το προσωπικό ως την μόρφη πολιτικής. Το οποίο στην ουσία του, μαζί με τη διάλυση της κοινωνίας σε άτομα, μας οδηγεί προς καταστάσεις όπου η μελέτη της φυλετικής ή εθνοτικής κουλτούρας και ταυτότητας κάποιου θεωρείται προοδευτική.

Θα ήθελα να ξανατονίσω την ιμπεριαλιστική φύση της «Αμερικάνικης Σκέψης», δηλαδή, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, το να κοιτάς τον υπόλοιπο κόσμο με «αμερικάνικα μάτια» και να κάνεις αντιγραφή-επικόλληση τις αμερικανικές φυλετικές δυναμικές σε όλες τις άλλες κοινωνίες. Για παράδειγμα, η Ευρώπη είναι μια υπερβολικά σύνθετη ήπειρος με μια υπερβολικά μακρά ιστορία αλληλεπιδράσεων, κατακτήσεων, Παγκοσμίων Πολέμων, Ψυχρού Πολέμου, συγκρούσεων, πογκρόμ και μνησικακιών. Είναι αδύνατο να τη δούμε σαν ένα σύνολο καθώς διαιρείται στα δικά της μέρη βάσει αυτών των παλαιότερων συγκρούσεων και αλληλεπιδράσεων. Το να προσπαθήσουμε να ενσωματώσουμε την έννοια της λευκότητας στην Ευρώπη είναι, ειλικρινά, αρκετά ηλίθιο, καθώς η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Ευρώπη είναι καυκάσιοι, και όμως μέσα στην ιστορία πολλοί εξ αυτών έγιναν δούλοι[4], γκετοποιήθηκαν, εξοντώθηκαν και μετεγκαταστάθηκαν. Συνεπώς, είναι αδύνατον να χρησιμοποιήσουμε μια αμερικάνικη κατανόηση του ρατσισμού στην Ευρώπη, καθώς υπάρχουν πολλά μέρη της Ευρώπης, όπως οι χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπου ο ρατσισμός ως τέτοιος απλώς δεν παίζει κανέναν σημαντικό ρόλο όπως άλλες εθνοτικές, θρησκευτικές, φυλετικές [εδώ clan/tribal, όχι racial] κι ιδεολογικές συγκρούσεις, οι οποίες έχουν σημαδέψει την πρόσφαρη ιστορία μας κι οι οποίες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο. Η ευρωπαϊκή ισλαμοφοβία κι ο αντισημιτισμός ως, δυστυχώς, κυρίαρχες και διαδεδομένες μορφές διακρίσεων και προκαταλήψεων, δεν μπορούν να ειδωθούν με «αμερικάνικα μάτια». Ωστόσο, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια κλασσική κατανόηση του ρατσισμού, με την έννοια μιας ορισμένης ομάδας ανθρώπων να είναι κατώτερη από μια άλλη, στην περίπτωση του αντιτσιγγανισμού που κατευθύνεται ενάντια σε ανθρώπους Ρομά κληρονομιάς, ο οποίος είναι διαδεδομένος στην Ευρώπη. Για να κατανοήσει κανείς αυτές τις σχέσεις είναι σημαντικό να κάνει μια πρέπουσα ανάλυση των κοινωνικών δυναμικών των εν λόγω κοινωνιών, εξετάζοντας παράλληλα ιστορικές πηγές, αντί να υιοθετεί παρακάμψεις φτηνών θεωριών.

Η έννοια της λευκότητας είναι επίσης ενδιαφέρουσα στις προσπάθειες της αριστεράς να σχολιάσει «συγκρούσεις ανά τον κόσμο». Τα συμπεράσματα είναι πάντα τα ίδια: αποτυχημένες διαδικασίες εθνικής απευλεθέρωσης[5] βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο με την πιο πρωτόγονη νεομαοίστική έννοια, κάθε συμμορία κλεφτοκοτάδων χρήζει «κριτικής» υποστήριξης, ανεξαρτήτως της τάξης τους, των πολιτικών και ιδεολογικών προθεμάτων τους (πχ, στήριξη στη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ, την Μουσουλμανική Αδελφότητα, κλπ), και στην περίπτωση που υπάρχει κάποιο είδος «σοσιαλιστικού» οιωνού (πχ, Ροζάβα, «Ομοσπονδιακή Πολιτεία της Νέας Ρωσίας», Naxalites, κλπ), που συνήθως είναι απλώς κάποιο κειμήλιο του σοβιετικού ψυχροπολεμικού ιμπεριαλισμού, τότε ξεκινά η σύγκριση με τις παλιές κοινωνικές επαναστάσεις. Φυσικά, κανείς ποτέ δεν αναφέρει την εργατική τάξη. Ο στόχος της ανάλυσης της «εξωτερικής πολιτικής» είναι πάντα ο ίδιος: αλληλεγγύη με τους «καταπιεσμένους».

Όμως, ποιοι, ή τι, είναι αυτοί οι «καταπιεσμένοι»;

«Καταπιεσμένοι» συνήθως θεωρούνται εκείνοι οι οποίοι δεν ανήκουν στην αφήγηση της κυρίαρχης ταυτότητας της χώρας στην οποία ζούν. Δεν βάζω τη λέξη «καταπιεσμένοι» εντός εισαγωγικών για να χλευάσω την καταπίεση που δέχονται ορισμένες ομάδες. Η καταπίεση αυτή είναι πολύ πραγματική και κανείς δεν πρέπει να κάνει τα στραβά μάτια σ’ αυτή. Πολλές απ’ αυτές τις καταπιέσεις, για παράδειγμα, η καταπίεση των γυναικών, υπάρχει σχεδόν απ’ την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού και δεν είναι αναγκαία προϊόντα του καπιταλισμο, παρότι ο καπιταλισμός πράγματι τις απορροφά, μερικές φορές ενισχύοντάς τες και, σε μερικές περιπτώσεις, θέτοντας ακόμη και σε κίνηση ορισμένες προοδευτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Πολλές απ’ αυτές τις περιπτώσεις δείχνουν πόσο αδύνατο είναι να τις λύσουμε εντός των ορίων της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αυτοαποκαλλείται μαρξιστής αν φλερτάτει με ευρείες και αφηρημένες λαϊκιστικές κατηγορίες [categories]. Ο λαός έχει πάντα υπάρξει μια ευρεία κατηγορία με μόνο ένα realpolitik, εθνικιστικό και λαϊκιστικό σκοπό: τη δικαιολόγηση της συνεργασίας μαρξιστών με μια ορισμένη φραξιά της αστικής τάξης. Η Ιστορία είναι μάρτυρας των αποτυχιών και της αυτοκαταστροφικής τοξικότητας των προσπαθειών αυτών.

Κάτι επίσης σημαντικό να αναστοχαστούμε είναι το πως η λευκότητα χρησιμοποιείται στις συζητήσεις. Κραυγές όπως «λευκέ, σκάσε» και «τσέκαρε το προνόμιό σου» χρησιμοποιούνται όταν κάποιος εκφράζει διαφωνίες με τις ανοησίες της αμερικανικής αριστεράς. Στόχος μιας τέτοιας προσέγγισης δεν υπήρξε ποτέ η εμπλοκή σε μια συζήτηση ή η ανταλλαγή επιχειρημάτων, η οποία συνήθως, στη νεωτεριστική της εκδοχή, οδηγεί σε νέα συμπεράσματα και γνωστικές προσεγγίσεις. Όμως για τις κοινωνικές σκηνές στόχος δεν είναι η αλλαγή. Ο κύριος στόχος τους είναι η αυτοσυντήρησή τους, και γι’ αυτό είναι επιθετικοί σε οποιαδήποτε εισβολή που θα μπορούσε να ταράξει τα θεμέλιά τους. Παραθέτοντας τα λόγια του El Mago, ηγέτη της συμμορίας Mara Salvatrucha απ’ τη ταινία Sin Nombre (2009): «Η τρομακτικότητα φεύγει, αλλά η συμμορία μένει για πάντα». Τίποτα δεν θ’ αλλάξει.

Η περίπτωση της πολιστικής οικειοποίησης

Ο σύνηθης ορισμός της πολιτιστικής οικειοποίησης είναι η χρήση στοιχείων μιας κουλτούρας από ανθρώπους μιας άλλης κουλτούρας. Το πρόβλημα, φυσικά, ξεκινά με την ερμηνείας αυτού του φαινεμένου απ’ την αμερικάνικη αριστερά. Το βλέπουν σαν κάτι αρνητικό, καθώς θέτουν ως αποστολή τους την προστασία των αυτόχθονων, καταπιεσμένων και μη-λευκών κουλτούρων. Και τη συνδέουν επίσης με τον μαρξισμό.

Η ενσωμάτωση μιας τέτοιας αντίληψης για την πολιτιστική οικειοποίηση στον μαρξισμό, δηλαδή να της αποδοθεί μια «μαρξιστική δικαιολόγηση», είναι αρκετά εξωφρενική στον καθένα με μια βασική κατανόηση της νεωτεριστικής κι ανθρωπιστικής αποστολής του μαρξισμού.

Αυτή η οπτική για την πολιτιστική οικειοποίηση στην πραγματικότητα αποτελεί μια πραγματικά συντηρητική θέση υπεράσπισης μιας ορισμένης κουλτούρας, εθίμων και «τρόπων ζωής» η οποία ανήκει σε μια εθνικιστική και σωβινιστική παράδοση αντί στην διεθνιστική μαρξιστική. Η απλή ιδέα είναι πως μια ορισμένη ομάδα ανθρώπων συμπεριφέρεται με έναν ορισμένο τρόπο και πρέπει να «αφεθεί μόνο της» να αναπτυχθεί πνευματικά και συνειδητά χωρίς «εξωτερική παρέμβαση τρίτων». Αυτή η λογική δεν είναι απλώς συντηρητική και αντιδραστική στην ουσία της, αλλά επίσης απολύτως ανιστόρητη: η ανθρωπότητα, στο σύνολο της ιστορίας της, αναπτύχθηκε μέσω της αλληλεπίδρασης και της οικειοποίησης πιο ανεπτυγμένων ιδεών.

Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός της πολιτικής των ταυτοτήτων και η ατζέντα της για την «συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομίας» ως κάτι αντιτιθέμενο στην πολιτιστική οικειοποίηση, μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την ακραία οπισθοδρομικότητα ορισμένων κοινωνιών. Για παράδειγμα, δεν βλέπουν κανένα πρόβλημα με το να φορούν οι γυναίκες χιτζάμπ, ή με άλλα παρόμοια πολιτιστικά σύμβολα. Στα μάτια αυτών των ανθρώπων το χιτζάμπ δεν αναπαριστά ένα σύμβολο πατριαρχικής κυριαρχίας και καταπίεσης – ένα σύμβολο δεν «αιωρείται απλώς στον αέρα» αλλά έχει πραγματικές επιπτώσεις στα πολιτικά και κοινωνικά συστήματα ορισμένων κοινωνιών. Και δεν υπάρχει καμιά εκλογίκευση αρκετά πειστική να αλλάξει το γεγονός αυτό, πλάι φυσικά στο γεγονός πως πολλοί κομμουνιστές από τον «μουσουλμανικό κόσμο» επικρίνουν αυτές τις θρησκευτικές παραδόσεις ως αυτό που είναι[6]. Φυσικά, λύσεις όπως η ιδέα της απαγόρευσης του χιτζάμπ στην ΕΕ αποτελούν ένα απολύτως διαφορετικό πρόβλημα που συνδέεται με την ευρωπαϊκή ισλαμοφοβία, και χρειάζεται να αναλυθεί μέσω μιας κατάλληλης συζήτησης.

Αν πάρουμε την «Αμερικάνικη Σκέψη» στα σοβαρά, φαίνεται σαν ο στόχος των μαρξιστών να είναι η συντήρηση εθνικών, εθνοτικών, τοπικών, ακόμη και θρησκευτικών κουλτούρων και ταυτοτήτων, οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσω αιώνων επί αιώνων οικονομικής εκμετάλλευσης, καταστολής, ιεραρχίας και πρωτόγονων κοινωνικών δομών, και όχι η καταστροφή τους.

Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως πολλοί θιασώτες της «Αμερικάνικης Σκέψης» αρέσκονται να ισχυρίζονται πως ο «ορθόδοξος» μαρξισμός είναι ευρωκεντρικός και να του επιτίθονται γι’ αυτό. Κάνουν λες και, όπως λέμε στην Κροατία, «ανακάλυψαν ζεστό νερό» λέγοντας πως ο μαρξισμός είναι ευρωκεντρικός. Φυσικά και είναι. Ο ίδιος ο Μαρξ υπήρξε ευρωκεντρικός και ο μαρξισμός των ακολουθητών, ιδίως στη Δεύτερη Διεθνή, υπήρξε ακόμη περισσότερο ευρωκεντρικός[7] – όπως κάθε άλλη σύγχρονη ιδεολογία που παράχθηκε στην Ευρώπη. Όμως δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι, ένα δόγμα που υποστηρίζει «το τέλος της ιστορίας» με την πραγμάτωσή του, αλλά «η πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα τάξη πραγμάτων», καταργώντας την οικονομική και κοινωνική εκμετάλλευση των ατόμων και συνεχίζοντας την αποστολή του για την πρόοδο και διαφώτιση της «ανθρώπινης κοινότητας». Ή, με άλλα λόγια, ο στόχος του μαρξισμού κείτεται στη συνέχεία του της ανάπτυξης των ελεύθερων κοινωνικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Αυτό φυσικά σημαίνει πως δεν μπορούμε στον 21ο αιώνα απλώς να απαγγέλουμε τις ανοησίες του Λένιν ενώ οι ακροατές μας περιμένουν το λεωφορείο για να πάνε στη δουλειά τους ή να πάνε σπίτι ώστε να μπορέσουν να κοιμηθούν λίγο. Ο μαρξισμός πρέπει να αναπτυχθεί με τον καιρό μαζί με αλλαγές στην ανθρώπινη συνείδηση και τις ανθρώπινες σχέσεις, με τον στόχο της κατάργησης της ταξικής κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει πως ο μαρξισμός χρειάζεται, όπως προτείνους οι θιασώτες της «Αμερικάνικης Σκέψης», να ενσωματώσει ορισμένες «πολιτιστικές ιδέες». Ο μαρξισμός δεν υπήρξε ποτέ ένα ζήτημα κουλτούρας αλλά ταξικής πάλης, κι ενώ δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τον ευρωκεντρισμό που σημάδεψε την ιστορία του, και πως ο ευρωκεντρισμός υπήρξε ουσιαστικός στον τρόπο που σκέφτονταν οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι των παλιών καιρών, τα λάθη αυτά δεν θα διαγραφούν ή διορθωθούν με την αποδοχή εθνικιστικής και θρησκευτικής βαναυσότητας από άλλα μέρη του κόσμου. Οπότε, ο προλεταριακός διεθνισμός παραμένει η μόνη διέξοδος.

Ωστόσο, είναι επίσης σχεδόν αδύνατον να μην αναφέρουμε πως οι ίδιοι άνθρωποι που διαμαρτύρονται ενάντια στον ευρωκεντρισμό του «ορθόδοξου» μαρξισμού δεν έχουν κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιύν τις ιμπεριαλιαστικούς μηχανισμούς των χωρών τους για να επιβάλλουν αγγλοκεντρικές[8] ιδέες στον υπόλοιπο κόσμο. Όμως οι αντιφάσεις είναι αυτές που μας κάνουν ανθρώπους, σωστά;

Είναι αδύνατον να συμπεριφερόμαστε λες κι η κουλτούρα να μην αποτελεί εμπόρευμα στον καπιταλισμό. Η κουλτούρα έχει τη δική της αξία η οποία εξαρτάται από τις τάσεις της αγοράς. Μολαταύτα, ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία καταστροφής συγκεκριμένων κουλτούρων και επιβολής των δικών του αξιών σαν καθολικές. Αυτή η διαδικασία συνήθως αναφέρεται ως παγκοσμιοποίηση ή μερικές φορές ως πολυπολιτισμικότητα, και συνήθως έχει αρνητικό πρόθεμα λόγω τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού εθνικισμού. Φυσικά, αυτή η διαδικασία είναι υψηλά περιορισμένη από ιδεολογικές κι ιστορικές αντιφάσεις τις οποίες ο καπιταλισμός προσπαθεί να ικανοποιήσει.

Κάτι τι οποίο μας φέρνει στο ακόλουθο: η μαρξιστική σκέψη είναι επαναστατική σκέψη ακριβώς επειδή στοχεύει να καταργήσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις της παρούσας κοινωνίας και να δημιουργήσει μια καινούρια. Οι κουλτούρες ανήκουν σ’ αυτό το πακέτο καθώς δεν μπορούν να ειδωθούν ως εξωτερικές και αιώνιες «αλήθειες».

Και η εργατική τάξη;

Τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για την πολιτική των ταυτοτήτων, τη διαθεματικότητα και πως ο μαρξισμός χωράει σ’ όλα αυτά. Όμως, πριν εμβαθύνω στις προβληματικές ως τέτοιες, είναι πραγματικά σημαντικό να δηλώσω πως δεν μπορεί κανείς να είναι μαρξιστής ή κομμουνιστής αν βλέπει το να είναι μέλος της εργατικής τάξης σαν μια ταυτότητα.

Το να βλέπεις το να είσαι μέλος της εργατικής τάξης σαν μια ταυτότητα είναι μια ιδεολογική κατασκευή που έχει διαδοθεί από την ευρωπαϊκή λαϊκιστική δεξιά. Γι’ αυτούς, η εργατική τάξη, συνήθως συνοδευόμενη από επιθετικούς προσδιορισμούς όπως «λευκή» και «χριστιανική», αποτελεί τον πυλώνα της κοινωνίας. Είναι η ταυτότητα η οποία κατέχει όλες τις κρίσιμες αξίες επί των οποίων χτίστηκε η Ευρώπη, και είναι κάτι για το οποίο πρέπει να είναι κανείς περήφανος. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά διεστραμμένη χριστιανική λογική η οποία προσδίδει αξία στη σκληρή δουλειά και τα βάσανα «σ’ αυτό τον κόσμο» σαν κάτι αναγκαίο ώστε κάποιος να ανταμειφθεί «στον άλλο κόσμο» – όπου θα αναπαυθεί η αιώνια ψυχή του.

Απ’ την άλλη, οι σύγχρονοι αριστεροί ταυτίζονται με την εργατική τάξη απλώς μέσω συνδέσεων. Στη κοσμοθεωρία τους, η εργατική τάξη αποτελεί την μόνη ηθική κοινωνική τάξη απλώς με το να είναι εργατική τάξη. Είναι ο αιώνιος αδικημένος στην πάλη ενάντια στο κεφάλαιο. Όμως, τι την κάνει ηθική ή ενάρετη; Πως μπορεί μια κοινωνική τάξη να φέρει ορισμένες αξίες αν δεν αποτελεί τίποτα πέρα από μια κατασκευή της παρούσας κοινωνίας; Επίσης, πως είναι δυνατόν να ταυτιστείς με μια τάξη αν δεν μοιράζεσαι τη θέση της στην παραγωγή;

Οι μαρξιστές απορρίπτουμε όλες αυτές τις ιδεολογικές και ηθικολογικές ανοησίες καθώς κανείς δεν έχει κανέναν λόγο να είναι περήφανος για την εκμετάλλευσή του/της από τρίτους, για τη φτώχεια και τα βάσανα της καθημερινής ζωής. Σοβαρά, γιατί να είναι κανείς περήφανος που ζει σαν σκύλος;

Για τους μαρξιστές, η εργατική τάξη δεν αποτελεί συνεπώς απλώς μια ταυτότητα που πρέπει κανείς να προστατέψει ή καταργήσει, αλλά αποτελεί μια κοινωνική τάξη η οποία ορίζεται από την πώληση της εργασιακής της δύναμης για έναν μισθό. Πέρα απ’ αυτή την κοινωνικοοικονομική σχέση, ένας μεμονωμένος εργάτς (ή προλετάριος) δεν έχει τίποτα κοινό με τους υπόλοιπους εργάτες. Κάτι το οποίο κάνει αδύνατη τη δημιουργία μιας συγκεκριμένης εργατικής ταυτότητας ή κοινωνικής κατηγορίας.

Αυτό καλύφθηκε πραγματικά πολύ ωραία στο βιβλίο Nihilist Communism του Monsieur Dupont:

Δεν ξέρουμε τι εννοεί κανείς όταν περιγράφει το προλεταριάτο ως μια κοινωνική κατηγορία. Αν υπονοούν πως η εργατική τάξη ως ένα κοινωνικό σώμα έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους πέρα από την εμπειρία τους της εργασίας, τότε την απορρίπτουμε πλήρως. Ο Monsieur Dupont έχει μια προτίμηση στη σαμπάνια και τις ταινίες του Ταρκόφσκι ενώ οι γείτονές μας προτιμούν White Lightning [μάρκα φτηνού λευκού μηλίτη] και την εκπομπή πάλης κατς WWF Superstars of Wrestling. Η οικονομική μας θέση, ωστόσο, είναι ταυτόσημη. Αρνούμαστε κάθε πολιτική των ταυτοτήτων ως ιδεολογία και αρνούμαστε απολύτως να δούμε το προλεταριάτο ως ένα πολιτικό/κοινωνιολογικό σώμα αντίστοιχο της εθνικότητας, του φύλου ή της σεξουαλικής προτίμησης. Το προλεταριάτο δεν έχει καμία υπάρξη ανεξάρτητη του καπιταλισμού[9].

Παρότι η σημερινή κοινωνία εξελίχθηκε αναφερόμενη σε ζητήματα ορισμένων ελευθεριών τα οποία δεν καλύπτονταν από τους «ορθόδοξους» μαρξιστές του 19ου και 20ού αιώνα (πχ, φύλο και φυλή) στις συζητήσεις και τα γραπτά τους, αυτό δεν σημαίνει πως η τάξη δεν παραμένει η κύρια μονάδα καταμερισμού της εργασίας και διαίρεσης της κοινωνίας, και πως η εργατική τάξη δεν αποτελεί τον «κινητήρα της ιστορίας», δηλαδή η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει μια κομμουνιστική κοινωνίας.

Μολαταύτα, πιστεύω πως υπάρχει η ευρεία και λαθεμένη αντίληψη της φύσης της εργατικής τάξης σαν ένα «μονολιθικό και ενιαίο σώμα». Τα λενινιστικά κειμήλια προσεγγίζουν την εργατική τάξη κατ’ αυτό τον τρόπο, ισχυριζόμενοι πως χρειάζεται μόνο μια ισχυρή οργάνωση που θα τη συγκεντρώσει προς «τον τελικό στόχο». Όμως στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη είναι εξαιρετικά διαιρεμένη από διάφορα συμφέροντα που βασίζονται στη θέση ορισμένων εργατών εντός του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας ή σε ορισμένες βιομηχανίες/τομείς στους οποίους εργάζονται. Διάφορες ταυότητες, όπως το φύλο, η εθνότητα, κλπ, διαιρούν επίσης την εργατική τάξη. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε κανείς να προσποιείται πως η αστική τάξη αποτελεί ένα ενιαίο σώμα καθώς κι αυτή επίσης διαιρείται από διάφορα συμφέροντα και ταυτότητες και διεξάγεται στο εσωτερικό της ένας διαρκής αγώνας για εξουσία.

Η τάξη κι η ταυτότητα λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα. Η ταυτότητα είναι διαταξική – δηλαδή, δεν συνδέεται με μια ορισμένη τάξη εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ή, όπως υποδεικνύει η μαρξίστρια φεμινίστρια Eve Mitchell στην κριτική της για τη διαθεματικότητα: «η πολιτική των ταυτοτήτων έχει τις ρίζες της στην μονομερή έκφραση του καπιταλισμού, και συνεπώς δεν αποτελεί επαναστατική πολιτική»[10]. Είναι αστική πολιτική, υπήρξε προϊόν ορισμένου ιστορικού πλαισίου, και λαμβάνει μορφές αστικών αγώνων – αγώνες του ατόμου και των ενώσεων των ατόμων, αντί της τάξης.

Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε πως πολλοί σύγχρονοι αυτοαποκαλούμενοι μαρξιστές έχουν μια πραγματικά συντηρητική αντίληψη για το τι είναι πραγματιά η εργατική τάξη (προλεταριάτο). Η αντίληψη αυτή χρωστάει περισσότερα στην αστική κοινωνιολογία του 19ου και 20ού αιώνα παρά στην μαρξιστική αντίληψη της τάξης. Γι’ αυτό είναι σύνηθες να αναφέρονται στην εργατική τάξη μόνο ως βιομηχανικούς εργάτες. Ξέρετε, εργατική τάξη σημαίνει δυνατοί τριχωτοί άντρες που κραδαίνουν βαριά σφυριά! Αντιμέτωπη με την καπιταλιστική επίθεση που διεξάγεται από τη δεκαετία του 1970, σημαδεμένη από τη τεράστια αποβιομηχάνιση της Δύσης, και ύστερα από την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, η αντίληψη αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με τις ίδιες της της αντιφάσης. Όμως, φυσικά, αντί να «επιστρέψει στον Μαρξ» (καθαρά με την υλιστική μεθοδολογική έννοια κι όχι με μια ανιστορική οικειοποίηση της πολιτικής του στο σύνολό της), η αριστερά βυθίστηκε όλο και περισσότερο στον αμερικάνικο φιλελεύθερο και πολιτιστικό διάλογο, υιοθετώντας την πολιτική των ταυτοτήτων ως την κύρια ραχοκοκαλιά και κοσμοθεωρία της. Επειδή η αριστερά, όπως το έθεσε κάποιος χιουμοριστικά στο facebook, θέλει να είναι τόσο ο ηθολόγος όσο και το θύμα, εστιάζει στα πάντα πέρα από την εργατική τάξη. Γι’ αυτό κι οι ακαδημιακοί της προσπαθούσαν να είναι τόσο καινοτόμοι όταν προσπαθούσαν να εφεύρουν νέες ευφάνταστες κοινωνικές ομάδες, κατηγορίες κι επαναστατικά υποκείμενα, από την πολλαπλότητα ως το πρεκαριάτο και τους πλεονάζοντες πληθυσμούς, ενώ συνήθως έχανε πλήρως μεγαλύτερα ιστορικά και θεωρητικά πλαίσια και, ουσιαστικά, το όλο ζήτημα.

Δεν  πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη που σήμερα η αριστερά έχει μικρή, ή και καμία, σύνδεση με την εργατική τάξη, μικρότερη από ποτέ. Όμως μ’ αρέσει να λέω, συμπεριφέρεται σαν μια μικρή μέλισσα, πηδάει από λουλούδι σε λουλούδι, από αγώνα σε αγώνα, από ταυτότητα σε ταυτότητα, προσποιούμενη πως η ίδια υπάρχει ακόμα, ισχυρότερη και σημαντικότερη από ποτέ, έως ότου κάποιος να πει «ο βασιλιάς είναι γυμνός!».

Η 11η θέση για το tl;dr[11]

Η πολιτική των ταυτοτήτων κι όλα τα υπόλοιπα συστατικά στοιχεία της «Αμερικανικής Σκέψης» είναι αποκρουστικά για τον μαρξισμό. Ειδικά όταν διεκδικούν τον μαρξισμό και αναζητούν άλλους «κινητήρες της ιστορίας» αντί της εργατικής τάξης. Θα ήθελα να επικαλεστώ τη διάσημη 11η θέση για τον Φόυερμπαχ του Μαρξ και να υποδείξω πως σήμερα δεν αντιμετωπίζουμε απλώς ένα πρόβλημα «αλλαγής», αλλά επίσης ένα πρόβλημα παντελούς έλλειψης υλιστικής «ερμηνείας» του κόσμου.

Είναι αρκετά εμφανές πως αν θέλουμε να αλλάξουμε τη θέση στην οποία βρίσκεται η αριστερά στις ημέρες μας, χρειάζεται να εκμηδενίσουμε την ιδία του μαρξισμού ως μια ακόμη κοινωνική σκηνή. Ειδικά όταν το μεδούλι του μαρξισμού κείτεται στην υπέρ-κοινωνική αποστολή του προς την «ανθρώπινη κοινότητα» και τον κολεκτιβισμό αντί του ατομισμού των νευριασμένων εφήβων που απλώς θέλουν να αψηφήσουν τους γονείς τους.

Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως με την απόρριψη της «Αμερικάνικης Σκέψης» υπερασπίζομαι μια συντηρητική οπισθοχώριση στους «κλασσικούς» και την «ορθοδοξία» της «χρυσής εποχή του ευρωπαϊκού μαρξισμού». Μια τέτοια θέση θα ήταν πράγματι αρκετά γελοία σήμερα και δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από το άλλο άκρο του ίδιου διπόλου της «κοινωνικής σκηνής». Ο μαρξισμός δεν έχει κανένα μέλλον στον 21ο αιώνα αν πολεμά τον ατομικισμό των πανεπιστημιουπόλεων εντός του με την προτεσταντική κυριολεξία. Στη τελική, αποτελεί μια πολιτική ιδεολογία η οποία έχει τη δική της μεθοδολογία και προσέγγιση προς την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων. Κι αυτές οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι στατικές, προκαθορισμένες ή «εδώ για να μείνουν» αλλά το αντίθετο, γι’ αυτό και χρειάζεται να επιστρέψουμε στη χρήση της μαρξικής μεθόδου κατανόησης της κοινωνίας αντί να στηριζόμαστε σε κάποια προσχέδια.

Γι’ αυτό και θα ενστερνιστώ ξανά την ιδέα πίσω απ’ την 11η θέση.

Ενώ οι ζηλωτές της τάδε ή της δείνα σημερινής υπάρχουσας σκέψης προσπαθούν να μας διαφωτίσουν με τις νέες τους θεωρίες, με δράσεις για χάρη της δράσης ή/και για αυτοπροβολή, μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως όλες αυτές οι ιδέες έρχονται από τα πάνω – από μια αυτοαποκαλούμενη ιντελιγκέντσια και πρωτοπορία, και αποτελούν μια αντανάκλαση της μικροαστικής και αστικής οπτικής τους γαι την κοινωνία. Στην πραγματικότητα, δεν κάνουν τίποτα πέρα από το να συντηρούν το στάτους κβο της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Η εργατική τάξη παραμένει κλεισμένη στους χώρους εργασίας και τα γραφεία ανεργίας.

Αλλά γιατί θα έπρεπε να αναζητήσουμε την αλλαγή από την αριστερά και την ιντελιγκέντσια; Όπως έγραψαν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο:

Οι θεωρητικές θέσεις των κομμουνιστών δεν στηρίζονται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές, που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον αναμορφώτη του κόσμου. Οι θέσες αυτές αποτελούν μονάχα τη γενική έκφραση πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων που υπάρχει στην πραγματικότητα, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας[12].

Η αριστερά σήμερα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον στην αληθινή κοινωνική αλλαγή. Αποτελεί μια συντηρητική δύναμη καθώς ο μόνος λόγος ύπαρξής της είναι η να συντηρεί την μικροαναπαραγωγή της, την μικροϊεραρχία της και την ασφάλειά της στο να είναι απολύτως άχρηστη.

Σημειώσεις:

1. Francisco Sánchez de las Brozas, Minevra sive de causis linguae Latinae, Ε. Sánchez Salor & C. Chaparro Gómez eds, εκδόσεις Insitución Cultural El Brocense.
2. [Σ.τ.Μ.]: Οι «Ολυμπιακοί Αγώνες Καταπίεσης» [Oppression Olympics] είναι έκφραση που δηλώνει τη διαμάχη μεταξύ των διάφορων ταυτοτήτων για το ποια είναι περισσότερο καταπιεσμένη (ή διαμάχη για το ποιο άτομο/κοινωνική ομάδα φέρει περισσότερες απ’ αυτές τις καταπιεσμένες ταυτότητες), με τους «νικήτες» (δηλαδή, «περισσότερο καταπιεσμένους») να κρίνονται αυτομάτως κι ως οι πιο «σωστοί» σε μια θεωρητική διαμάχη.
3. Moishe Postone, «Dualism of Capitalist Modernity: Reflections on History, the Holocaust, and Antisemtism», στο Jews and Leftist Politics: Judaism, Israel, Antisemitism, and Gender, Jack Jacobs eds, εκδόσεις Cambridge University Press, σελ. 65.
4. Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ πως η ετυμολογική ρίζα της αγγλικής λέξης slave [δούλος] προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό slcavus, slcava, που σημαίνει Σλάβος [Σ.τ.Μ.: το ίδιο ακριβώς ισχύει και με το ελληνικό σκλάβος]. Και άλλες γλώσσες που βασίζονται στη λατινικά, όπως τα γαλλικά ή τα ισπανικά, μοιράζονται την ίδια ρίζα. Η ιστορία πίσως απ’ αυτή τη λέξη κείτεται στις συγκρούσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα όπου Σλάβοι αιχμαλοτίζονταν και χρησιμοποιούνταν ως δούλοι. Στα αραβικά η λέξη saqaliba αναφέρεται σε Σλάβους που αιχμαλωτίστηκαν ως δούλοι στη διάρκεια επιδρομών ή πολέμων, αλλά που υπηρετούσαν επίσης ως μισθοφόροι στον μουσουλμανικό κόσμο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Επίσης, ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Α’ ίδρυσε επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις αποτελούμενες από δούλους, τους αποκαλούμενους Γενίτσαρους. Αποτελούνταν από γιους χριστιανών που μεταστρέφονταν στο Ισλάμ και στρατολογούνταν κυρίως από τα Βαλκάνια. Οι Γενίτσαροι καταργήθηκαν από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ με το Βακάι Χαϊριγιέ [που σημαίνει Ευτυχές Γεγονός] όπου περισσότεροι από 6.000 Γενίτσαροι εκτελέστηκαν κατόπιν διαταγής του σουλτάνου.
5. Αναφέρομαι στους εθνοαπελευθερωτικούς αγώνες ως αποτυχημένες διαδικασίες με την έννοια της δημιουργίας νέων, κομμουνιστικών ή «προοδευτικών», κοινωνιών, όχι με την έννοια πως απέτυχαν να απελευθερώσουν ορισμένες χώρες από τους «ιμπεριαλιστές» και να δημιουργήσουν εθνικές αστικές τάξεις με τη διαδικασία αυτή. Αν λάβουμε αυτή τη δεύτερη έννοια υπόψη μας, τότε σχεδόν όλοι οι εθνοαπελευθερωτικοί αγώνες υπήρξαν αρκετά επιτυχημένοι, όμως του αντικρύζω από την κομμουνιστική οπτική – κάτι που η αριστερά που τους υποστηρίζει επίσης ισχυρίζεται πως κάνει.
6. Για μια τέτοια κριτική, βλέπε το άρθρο του Mansoor Hekmat, «Islam, Children’s Rights, and the Hijab-gate of Rah-e-Kargar: In Defence of the Prohibition of the Islamic Veil for Children» (1997).
7. Αφού μιλάω για τον ευρωκεντρισμό του μαρξισμού, θα ήθελα να υποδείξω στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Kevin B. Anderson, Marx at the Margins: On Nationalism, Ethnicity, and Non-Western Societies (2010).
8. Με τον όρο αγγλοκεντρισμό αναφέρομαι κυρίως στο αγγλικό πολιτικό κέντρο στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ), με τις ΗΠΑ να αποτελούν την κυρίαρχη δύναμη και το ΗΒ τον πιστό παρατρεχάμενό τους. Κάτι σαν τον Batman και τον Ρόμπιν.
9. Monsieur Dupont, Nihilist Communism: A Critique of Optimism in the Far-Left, εκδόσεις Ardent Press, σελ. 50.
10. Ελληνική μετάφραση του άρθρου «Είμαι Γυναίκα και Άνθρωπος: μια Μαρξιστική Φεμινιστική Κριτική της Θεωρίας της Διαθεματικότητας» της Eve Mitchell μπορεί να βρεθεί στο έντυπο Το Διαλυτικό #1, Δεκέμβριος 2017.
11. [Σ.τ.Μ.]: Συντομογραφία που χρησιμοποιείται στη διαδικτυακή slang. Σημαίνει «πολύ μεγάλο· δεν το διάβασα» [too long; didn’t read] και γράφεται συνήθως ως χλευαστικό σχόλιο κάτω από κάποια μακροσκελή ανάρτηση.
12. Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 35.