Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε από τον Armando Fernández Steinko, καθηγητή κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κομπλουτένσε της Μαδρίτης. Η ελληνική μετάφραση έγινε από τη γερμανική μετάφραση του Links Netz. Σε καμία περίπτωση δεν ταυτιζόμαστε με τις πολιτικές τοποθετήσεις και προσανατολισμούς του συγγραφέα, ο οποίος μένει παγιδευμένος εντός δημοκρατικών αυταπατών. Μολαταύτα, οι προβληματισμοί που θέτει γύρω από το ζήτημα του κινήματος για την ανεξαρτησία της Καταλωνίας και τον τρόπο που παραγκωνίσαν το κοινωνικό ζήτημα θέτοντας στο προσκήνιο το εθνικό, και το αδιέξοδο της παλιάς αριστερής στρατηγικής περί αυτοδιάθεσης των λαών εντός του σύγχρονου πλαισίου του, ελλείψει καλύτερου όρου, παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, είναι ερωτήματα που δεν μπορούν να παρακαμφθούν. Λόγω των όχι τόσο καλών γερμανικών μας, επιφυλασόμαστε για πιθανά μικρολάθη στην μετάφρασή μας.

Η διαδικασία απόσχισης της Καταλωνίας κινείται από τρεις ομάδες: τους δημόσιους υπαλλήλους της Καταλωνίας που μιλούν καταλανικά, τις (μικρές) εταιρείες που καταστράφηκαν είτε στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είτε από την πίεση του ανταγωνισμού εντός της ευρωπαϊκής αγοράς -όπως ο πατέρας του πρώην Προέδρου της Καταλανικής Περιφερειακής Κυβέρνησης (Generalitat) Αρτούρο Μας- και τη συντηρητική μεσαία τάξη της υπαίθρου, η οποία ωφελήθηκε πολύ από την προώθηση των καταλανικών εθνικιστικών κυβερνήσεων.

Και οι τρεις ομάδες πιστεύουν στο δόγμα του νόμου και τάξης, και δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση σε πολιτικές περιπέτειες. Ωστόσο, οι πολιτικές τους ιδέες έχουν τώρα διαχυθεί σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τη ριζοσπαστικοποίηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Τις βρίσκουμε στη γερμανική δεξία καθώς και στην Αυστρία, τη Φιλανδία, τις βόρειες περιοχές του Βέλγιου και της Ιταλίας, καθώς και στην Ολλανδία. Σε αυτό τον κόσμο δημιούργημα της φαντασίας, η επικράτεια, νοημένη ως μια συνεκτική οντότητα με την κοινωνική, θεσμική και πολιτιστική έννοια, πρέπει να ανταγωνιστεί με άλλες επικράτειες ώστε να επιτύχει μια ισορροπημένη οικονομία και να προσελκύσει επενδύσεις που μπορούν να σώσουν το κρατικό σύστημα πρόνοιας. Μόνο μερικές εκδηλώσεις αυτού του «προνοιακού οράματος» περιλαμβάνουν εθνοτικά συστατικά στοιχεία. Όμως, περιέχουν πράγματι μια σημαντική δόση πολιτιστικής ανωτερότητας η οποία μπορεί να βρίσκεται κοντά σε αυτή της άκρας δεξιάς, ή και όχι. Οι νότιες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά επίσης κι οι οικονομικά κατώτερες περιφέρειες εντός ευρωπαϊκών κρατών -περιφέρειες της Ανατολικής Γερμανίας, η Νότια Ιταλία, η περιφέρεια της Βαλλωνία στο Βέλγιο, κ.α.- γίνονται αντιληπτές σαν ένα βάρος στις πιο επιτυχημένες περιφέρειες, για τις οποίες το αντίστοιχο κράτος δεν θα έπρεπε να φέρει ευθύνη. Τα συντηρητικά και (νεο)φιλελεύθερα τμήματα του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας αντικρύζουν την πραγματικότητα μέσα απ’ αυτό το ιδεολογικό φίλτρο: το «ισπανικό κράτος» θεωρείται σαν τεχνούργημα, ένα βάρος απ’ το οποίο πρέπει να απαλλαχθούν ώστε να γίνουν μια Φιλανδία της Μεσογείου. Απ’ αυτό δεν απέχει πολύ η έκκληση για απόσχιση.

Απ’ αυτή την ιδεολογική θέση, η διεκδίκηση ανεξαρτησίας δεν αποτελεί πρόβλημα. Όμως, η απόσχιση γίνεται υψηλά προβληματική, ακόμη και αντιφατική, όταν παράλληλα θέλεις να υπερασπιστείς προοδευτικές θέσεις. Η αποσχιστική αριστερά στην ουσία αποτελείται από δύο ομάδες. Υπάρχει και μια τρίτη, η οποία όμως δεν είναι αρκετά μεγάλη για να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα τους ηγέτες της διαδικασίας της ανεξαρτησίας. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις μορφωμένες μεσαίες τάξεις των πόλεων, την παλιά «gauche divine» [θεία αριστερά] (η πολιτιστική αριστερά της Βαρκελώνης τη δεκαετία του 1970), η οποία τη δεκαετία του 1980 εγκατέλειψε τον κοινωνικοπολιτικό της λόγο ώστε να καταπιαστεί με τα ζητήματα των ταυτοτήτων. Οργανώθηκαν στην εθνικιστική φραξιά του Καταλανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSC), έως ότου το κόμμα σχεδόν διασπάστηκε πριν από μερικά χρόνια. Η δεύτερη ομάδα είναι τα ριζοσπαστικά παιδιά της συντηρητικής μεσαίας τάξης, οργανωμένα στο CUP (Candidaturas de Unitat Popular) [Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας]. Υπερασπίζονται μια ισονομία της υπαίθρου, συγκρίσιμη με αυτή του βάσκικου κόμματος Herri Batasuna [Λαϊκή Ενότητα].Ο Κάρλες Πουτζδεμόν, ο συντηρητικός πρόεδρος του Καταλανικού Κοινοβουλίου, στηρίζεται σ’ αυτούς για να εξασφαλίσει τη ριζοσπαστικοποίηση της διαδικασίας απόσχισης, αλλά και επειδή δεν κατέχει πλειοψηφία στο Καταλανικό Κοινοβούλιο. Πέρα απ’ αυτούς υπάρχουν και κάποιοι από τις subaltern τάξεις που δεν προέρχονται από καταλανικές οικογένειες και αποφάσισαν να παρατήσουν την υβριδική τους ταυτότητα ώστε να συμμετάσχουν στον σχηματισμό του κράτους της «Φιλανδίας της Μεσογείου». Με αριθμητικούς όρους, δεν είναι πραγματικά σημαντικοί. Ωστόσο, μετανάστες με πλήρης απασχόληση στα πλουσιότερα κράτη της ΕΕ συχνά έχουν υιοθετήσει παρόμοιες ιδέες. Αυτό ισχύει επίσης για μερικά σωματεία που εισέρχονται σε εταιρικούς συνασπισμούς με τους εργοδότες. Έτσι, υποστηρίζουν την ανταγωνιστική θέση των πλούσιων περιφερειών ή κρατών τους. Και ελπίζουν να ωφεληθούν από ένα σύστημα πρόνοιας. Χωρίς αυτές τις δύο (και μισή) ομάδες της αριστεράς, το κίνημα απόσχισης δεν θα λάμβανε στήριξη μεγαλύτερη από το 25% του καταλανικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης δεν συμμετέχει στο εγχείρημα της ανεξαρτησίας. Δεν θέλουν να αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ των δύο ταυτοτήτων. Επιπλέον, υποψιάζονται πως οι σνομπ της Βαρκελώνης κι οι μαγαζάτορες της Ζιρόνα θα τους ξεχάσουν αμέσως μόλις λάβουν τη ψήφο τους.

Η ρητορεία της αποσχιστικής αριστεράς δεν μπορεί να συμφιλιωθεί εύκολα με τις ιδέες της αλληλεγγύης και της δικαιοσύνης. Επιπλέον, αποφεύγουν να απαντήσουν όποτε γίνεται λόγος για τις συνέπειες των πράξεών τους. Το «δικαίωμα της απόφασης» μπορεί να θεωρηθεί θετικό από εκείνους που έχουν καταλανική καταγωγή. Για εκείνους όμως που η ταυτότητά τους περιλαμβάνει περισσότερο από την Καταλωνία -κι αυτοί αποτελούν, σύμφωνα με έρευνες, την πλειοψηφία των Καταλανών- το «δικαίωμα της απόφασης» βιώνεται σαν μια βίαιη επίθεση όταν πρέπει να επιλέξουν μεταξύ των διαφορετικών τους ταυτοτήτων. Γι’ αυτούς, αποτελεί μια πράξη αποκλεισμού. Αν η οικογενειακή καταγωγή, οι εργασιακές εμπειρίες κι η καθημερινή ζωή αναμειγνύονται στην Καταλωνία όπως και στην υπόλοιπη Ισπανία και στον υπόλοιπο πλανήτη, ποιο το νόημα επιλογής μεταξύ των διαφορετικών ταυτοτήτων; Τι έχει να κάνει αυτό με τη δημοκρατία;

Η ευρωπαϊκης αριστερά επικρίνει την εγωιστική στάση των ευρωπαϊκών εξαγωγικών τιγρών προς της νότιες ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων η παραγωγικότητα κι οι εξαγωγική ικανότητα καταστρέφεται από τις γερμανικές οικονομικές προσταγές. Ωστόσο, αυτή η θεμιτή κριτική δεν είναι για κανένα λόγο συμβατή με την άρνηση τόσο της καταλανικής αποσχιστικής αριστεράς, όσο και των αριστερών φεντεραλιστών, να υποστηρίξουν ένα ενιαίο ισπανικό κράτος με γενική κοινωνική και συνταξιοδοτική ασφάλιση. Αντιθέτως, η κριτική αυτή πρέπει να ακολουθηθεί από την υιοθέτηση του προτάγματος μιας ομοσπονδίας των ισπανικών περιφερειών βασισμένη την οικονομική ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με την άρνησή τους, συμφεριφέρονται ακριβώς όπως οι ευρωπαϊκές ελίτ, τις οποίες τόσο επικρίνουν. Αποτελεί σοβαρή ιδεολογική αντίφαση να συνεργάζεσαι, αφενός, με χώρες του Τρίτου Κόσμου για την αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των πλούσιων χωρών του Βορρά και των φτωχών χωρών του Νότου, και αφετέρου, με Καταλανούς συντηρητικούς και φιλελεύθερους στην προσπάθειά τους να μην σταθούν αλληλέγγυοι με τις φτωχότερες περιφέρειες τις Ισπανίας.

Ιδιαίτερα αδιόρατο είναι επίσης το γεγονός πως οι αριστεροί αποσχιστές αρνούνται να κατονομάσουν ορθολογικά και ρεαλισιτκά τις συνέπειες του πολιτικού τους στιχοίματος, ειδικότεραν αναφορικά με μια μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας και μια πραγματική απόσχιση της Καταλωνίας. Αρνούνται να σημειώσουν τις πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες μιας μακροχρόνιας αντιπαράθεσης με σωβινιστικές αυτεπιβεβαιώσεις επί των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στην Ισπανία και την Καταλωνία. Δεν θέλουν να γνωρίζουν τις επιπτώσεις που θα έχει η απόσχιση στην οικονομική πολιτική. Δεν μιλούν για τις κοινωνικές συνέπειες του αγώνα για μια νέα επένδυση στον διεθνή ανταγωνισμό, και πως μετά την απόσχιση η Καταλωνία θα πρέπει να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες καθώς και τους μισθούς ώστε να προσελκύσει διεθνές κεφάλαιο και να βελτιώσει την πιστοληπτική της ικανότητα. Όλες αυτές οι πολιτικές εφαρμόζονταν κυρίως εις βάρος των μη-προνομιούχων τμημάτων του πληθυσμού. Δεν θέλουν επίσης να έχουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας «επανεφεύρεσης» της ιστορίας και των παραδόσεων. Συνεπώς, κατασκευάζεται μια νέα εθνική αφήγηση η οποία αποφεύγει να διατηρήσει τα κοινά βιώματα στον αγώνα για δημοκρατία, την εμπειρία της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας καθώς και την πάλη ενάντια στον Φράνκο. Οι εξελίξεις στην Πολωνία και άλλα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη αποτελούν προηγούμενα παραδείγματα εθνικών πλαστογραφήσεων της ιστορίας, και πρέπει να επισημανθούν. Οι αριστεροί αποσχιστές κι οι υποστηρικτές τους σε άλλες περιφέρειες της Ισπανίας αρνούνται επίσης να δούνε πως η καταλανική ανεξαρτησία θα μπορούσε να δράσει ως καταλύτης για την αυτονόμηση άλλων περιφερειών της Ισπανίας. Οι πολιτικές δυναμικές στη Βαλενθιανική Κοινότητα, τη Χώρα των Βάσκων, τη Ναβάρρα, κλπ, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εθνικές ατζέντες καταπνίγοντας ταχέως τα υπόλοιπα ζητήματα, ιδίως τα κοινωνικοπολιτικά εγχειρήματα. Παραβλέπουν επίσης πως η ανεξαρτησία της Καταλωνίας θα κινητοποιήσει τα διάφορα δεξιά εθνικά κινήματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Η άρνησή τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάλυση για το σύγχρονο ισπανικό κράτος. Τα διάφορα ρεύματα της αριστεράς επικρίνουν τα ηγετικά δυτικά κράτη για παράβλεψη της εδαφικής ακεραιότητας και πολιτικής κυριαρχίας των άλλων κρατών, ωθώντας τα να υιοθετήσουν τα δόγματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Ωστόσο, το εγχείρημά τους για κατακερματισμό του ισπανικού κράτους θα ευνοούσε αυτή τη διαδικασία. Ο οικονομικός και χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός θα ήταν τόσο δριμύς όσο ο φορολογικός ανταγωνισμός, κι η Καταλωνία θα ήταν ο ηττημένος, ειδικά καθώς δεν θα αποτελούσε πλέον μέλος της ΕΕ. Η τυπική αντικρατική στάση στην Ισπανία έχει προ πολλού υπάρξει ένα κεντρικό στοιχείο των προγραμμάτων της ισπανικής αριστεράς και του αναρχικού κινήματος, εστιάζοντας στην Καταλωνία. Υπήρχαν δομικοί λόγοι που νομιμοποιούσαν αυτή τη στάση: ήταν η αντίδραση στο φιλελεύθερο και αυταρχικό ισπανικό κράτος του 19ου αιώνα, το οποίο παραμελούσε τελείως τις ανάγκες των subaltern τάξεων και απαντούσε συστηματικά στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα με κατασταλτικά μέτρα. Το «δικαίωμα του αυτοδιάθεσης», το οποίο αποτελεί τον πυρήνα του αποσχιστικού εγχειρήματος μπορεί να θεωρηθεί ασύμβατο με την ακεραιότητα του ισπανικού κράτους. Αυτή η ακεραιότητα ήταν παλιά η απάντηση της αριστεράς στην καταπίεση των πολιτιστικών μειονοτήτων, καθώς επίσης και τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Ωστόσο, είναι πολύ προβληματικό να συγκρίνουμε τα κράτη αυτά, τα οποία ήταν δομικά ανίκανα να αντιμετωπίσουν διεκδικήσεις για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, με την παρούσα κατάσταση στην Ισπανία. Στην παρούσα κατάσταση, είναι ακριβώς τα κράτη που είναι ικανά να θέσουν όρια στις μεγάλες εταιρείες, να ρυθμίσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις στους τομείς της ασφάλειας και της οικολογίας.

Είναι αλήθεια πως ο πολιτικός συμβιβασμός με τις φρανκικές δυνάμεις στην μετάβαση στη δημοκρατία τη δεκαετία του 1980 προώθησε τη συνέχεια ορισμένων δομών, συνηθειών και κουλτούρων που παρεμπόδισαν για χρόνια την ανάδυση μιας νέας ταυτότητας βασισμένης στη πολυγλωσσία και τις ρεπουμπλικανικές και δημοκρατικές παραδόσεις. Το να συγκρίνουμε το σύγχρονο ισπανικό κράτος με τη τσαρική Ρωσία ή το καθεστώς Φράνκο, τη στιγμή που οι μη-προνομιούχες τάξεις εξαρτώνται σε δημόσιους θεσμούς για να φέρουν τα συμφέροντά τους ενάντια στις οικονομικές δυνάμεις, θα ήταν ένα μοιραίο λάθος με απρόβλεπτες συνέπειες για τους στρατηγικούς στόχους τόσο της ισπανικής όσο και του συνόλου της ευρωπαϊκής αριστεράς.

Οι προοδευτικοί πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των υποστηρικτών της απόσχισης, θα πρέπει να προσεγγίσουν αυτά τα σενάρια με θάρρος κι αντικειμενικότητα. Οι ταυτότητες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τις πολιτικής ζωής. Όμως, η αριστερά πρέπει να μάθει να τις αντιμετωπίζει και να θέτει ορθολογικά όρια για να περιορίσει αυτά τα αισθήματα και να τα εκτρέψει προς την κοινωνική χειραφέτηση και δικαιοσύνη. Αν αποτύχει, αυτά τα αισθήματα κι οι ταυτότητες μπορούν να πυροδοτήσουν μια καταστροφική πολιτική δυναμική που μας είναι ήδη καλά γνωστή από την Ευρώπη του 20ού αιώνα. Και αυτό μπορεί να συμβεί ταχύτερα από τη δυνατότητά μας να απαντήσουμε.