Το παρακάτω κείμενο αποτελεί τις δύο πρώτες ενότητες του άρθρου «Les révolutionnaires ont-ils une contre-révolution de retard?» [«Βρίσκονται οι επαναστάτες μια αντεπανάσταση πίσω;»] που δημοσιεύτηκε στη γαλλική κομμουνιστικη επιθεώρηση La Banquise, τεύχος 3, καλοκαίρι 1984. Ιδρύθηκε το 1983 από τους Ζιλ Ντωβέ, Serge Quadruppani και Jean-Pierre Carasso και εξέδωσε τέσσερα τεύχη. Τη διαδέχτηκε το περιοδικό Le Brise-Glace. Μη γνωρίζοντας γαλλικά, η μετάφρασή μας έγινε από την αγγλική μετάφραση του κειμένου, η οποία μπορεί να βρεθεί στο libcom.

Όλα όσα λέμε έχουν νόημα και ενδιαφέρον με όρους μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να στριμωχτεί σ’ έναν απλό ορισμό, άμεσα προσβάσιμο σε όσους είναι οι φορείς αυτής της πραγματικότητας. Αυτό είναι το ειρωνικό παράδοξο της επαναστατικής θεωρίας, και είναι παρόν από τις απαρχές της. Απ’ τη στιγμή που τίθεται το ζήτημα του ορισμού του επαναστατικού υποκειμένου, τα γραπτά του Μαρξ βρίθουν εκπληκτικών διατυπώσεων: «μια τάξη της κοινωνίας των πολιτών που δεν είναι τάξη της κοινωνίας των πολιτών»[1], «η τάξη που δεν μετράει πια σαν τάξη μέσα στην κοινωνία, δεν αναγνωρίζεται σαν μια τάξη, και είναι η ίδια η έκφραση της διάλυσης όλων των τάξεων, εθνοτήτων, κλπ, μέσα στη σημερινή κοινωνία»[2]. Όσο αόριστοι κι αν είναι εκ πρώτης όψεως αυτοί οι ορισμοί, έχουν αποδειχτεί γονιμότεροι από την απλή εξίσωση που υπάρχει επίσης στο έργο του ίδιου του Μαρξ: προλετάριοι ίσον εργάτες. Οι παραπάνω ορισμοί, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη την αντιφατική φύση του προλεταριάτου, ανακλούν τα στοιχεία εκείνα που είναι πιο ουσιαστικά, πιο ουσιαστικώς καινούρια, τόσο στο έργο του Μαρξ όσο και στην επαναστατική θεωρία εν γένει. Αυτή η καινοτομία μας φαίνεται ακόμη περισσότερο πρωτότυπη σήμερα που η αντίφαση αυτή δεν έχει σταματήσει να βαθαίνει και να διευρύνεται: η προλεταριακή συνθήκη τείνει να επιβληθεί στο μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας, και η αντιφατική δραστηριότητα του προλεταριάτου δεν έχει πάψει να εκτείνει τα παγιδευμένα της προϊόντα σε όλο τον κόσμο. Το βάθεμα της προλεταριακής αντίφασης κι η εξασθένιση των επιθέσεων του προλεταριάτου εξηγούν την παρούσα κρίση του θεωρητικού κομμουνισμού, όπου βλέπουμε κάποιους ανθρώπους να εγκαταλλείπουν τη ταξική πάλη και άλλους να προσκολλώνται σε μια προσπάθεια να τον αναπτύξουν με έναν τρόπο που μερικές φόρες μοιάζει με σχολαστικισμό. Θα διακινδυνέψουμε εδώ να εκτεθούμε ταυτόχρονα σε δύο είδη κριτικής.

Η όλη δυσκολία εγείρεται από το γεγονός πως η δυναμική που ορίζει το προλεταριάτο είναι εκείνη της αυτοάρνησής του. Δεν είναι εύκολο να συλλάβουμε στην πραγματικότητα μια οντότητα που η κορυφή της ύπαρξής της συνίσταται στην αυτοκατάργησή του! Η προσπάθεια να το κατανοήσουμε αυτό θεωρητικά προσδοκεί την προσπάθεια του προλεταριάτου να αντιληφθεί την ουσία της ίδιας του της ύπαρξης. Πράγματι, είναι μόνο αυτή η μελλοντική πραγματικότητα η οποία προσδίδει στη θεωρία το νόημά της. Κι όμως, αυτή η θεωρητική προσπάθεια, η οποία δεν εμπεριέχει το ίδιο της το νόημα, είναι διπλά αναγκαία. Αναγκαία, επειδή αν είχαμε μόνο την υποκειμενικότητά μας να μας πει πως αυτός ο κόσμος είναι άθλιος, δεν θα είχαμε να πούμε για το επαναστατικό κίνημα τίποτα παραπάνω από ποίηση ή μυστικισμό. Διπλά αναγκαία, επειδή ο ορισμός του προλεταριάτου είναι εκείνος της δυναμικής του θεμελιακού καθορισμού του, και αυτό αποτελεί αναπόφευκτα μια ανάλυση της μέλουσας επανάστασης ως μια ανάλυση αδιαχώριστη από την ανάλυση της τρέχοντας περιόδου. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα για το προλεταριάτο με τον ίδιο τρόπο που μιλούσαν γι’ αυτό το 1840 ή το 1960.

Για να μπορέσουμε να διαρρήξουμε τον υποκειμενισμό, δεν αρκεί η θέληση του να κάνουμε κάτι τέτοιο. Η ενστικτώδης άρνηση του κόσμου, παρότι αποτελεί την αφετηρία μας, δεν εγγυάται την ακρίβεια της οπτικής μας. Όμως, ούτε η θεωρητική συνοχή αποτελεί εγγύηση. Στη τελική, όπως όλες οι μεγάλες παρανοϊκές κατασκευές, η κοσμογονία του προέδρου Schreber[3] δίνει την ισχυρή εντύπωση μιας εσωτερικής συνοχής. Είναι στην πράξη που μπορούμε να ξεκινήσουμε -αλλά μόνο να ξεκινήσουμε– να επαληθεύουμε πως δεν είμαστε τρελοί. Στην καθημερινή της πρακτική, η Εκκλησία της Σαϊεντολογίας «επαληθεύει» την ακρίβεια των απόψεών της (αποκτά αδιαμφισβήτητες επιτυχίες στον αγώνα ενάντια στα φάρμακα και την αδιαθεσία των μελών της!), όμως κάθε φορά δεν πρόκεται παρά για μερικές [partial] επαληθεύσεις, το γενικό νόημα των οποίων διαφεύγει των σαϊεντολόγων. Η γενική επαλήθευση της εγκυρότητας της θεωρίας είναι η κομμουνιστική επανάσταση. Αυτό και μόνο αποσυνδέει πλήρως τη θεωρία από την υποκειμενικότητα του θεωρητικού. Ο θεωρητικός, αν θέλει να φτάσει στα όριά του -και όχι να παραιτηθεί με έναν τρόπο που, μεταξύ αλλών, συντηρεί αυτόν τον κόσμο- πρέπει να δώσει στην ενστικτώδη άρνηση του κόσμου μια μορφή η οποία τον ενσωματώνει εντός των δυνάμεων εκείνων που θα καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός πως χωρίς επαναστατική υποκειμενικότητα δεν θα υπήρχε επαναστατική θεωρία.

Η επαναστατική θεωρία δεν είναι επιστήμη – τόσο το καλύτερο, καθώς αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που δεν ενσωματώνεται από το κεφάλαιο. Η υποκειμενική διάσταση της θεωρίας αποτελεί μόνο τον αναστοχασμό μιας ανθρώπινης πρακτικής η οποία αναζητεί με δυσκολία να βρει τον εαυτό της, και να τον νοήσει, εντός μιας κυριαρχούμενης γλώσσας. Θα αποδείξει πλήρως την εγκυρότητά της μόνο τη στιγμή που έχει γίνει άχρηστη, και συνεπώς αποτελεί μόνο ένα σύνολο χονδρικών εκτιμήσεων. Αυτή η κοινοτυπία -το αντίδοτο σε πολλές υποκρισίες- δεν πρέπει ποτέ να διαφύγει από το μυαλό κάποιου που διαβάζει το παρόν περιοδικό – και όλα τα υπόλοιπα.

Μιλάμε για το προλεταριάτο σαν μια κοινωνική σχέση, σαν ένα κίνημα που θα φτάσει στην κορυφή της ύπαρξής του στο να αρνηθεί τον εαυτό του. Μεταφυσική; Θεωρία για κάτι που είναι απόν; Καλά κάνει και αναρωτιέται κανείς. Όμως, κανείς δεν μιλάει για μεταφυσική όταν προφέρει τη λέξη «κρίση». Όμως, που κείτεται η χειροπιαστή πραγματικότητα μιας κρίσης, ή μιας επανάστασης (σκεφτείτε τα παλαιότερη κινήματα), ή ακόμη και μιας ιστορικής εξέλιξης; Αυτά τα κοινωνικά γεγονότα δεν είναι μετρήσιμα – κανείς μπορεί μόνο να υποδεικνύει τις επιδράσεις τους. Το προλεταριάτο υπάρχει μόνο σαν μια σχέση. Να είσαι προλετάριος σημαίνει να συνδέεσαι – ακόμη και με την βία: αυτό δεν έχει καμία ομοιότητα με τις ομάδες συγγένειας βασισμένες στην υποκειμενικότητα. Το να είσαι προλετάριος σημαίνει να βρίσκεσαι άμεσα σε μια ένωση με άλλους ανθρώπους, μια σχέση που είναι διαφορετική από εκείνη του μικρού αγρότη, του καταστηματάρχη ή του καθηγητή… Όσο περισσότερο η εργασία του στερείται νοήματος, τόσο περισσότερο ο προλετάριος οδηγείται στη σκέψη πως η συσσώρευση επαγγελμάτων εντός των οποίων αποσυντίθεται η ανθρώπινη δραστηριότητα προσφέρει ένα νόημα σε καθένα απ’ αυτά τα επαγγέλματα.

Όμως, κανείς σύντομα ανακαλύπτει πως αυτό είναι ένα δίκοπο μαχαίρι: η καπιταλιστική ένωση δεν αποτελεί το μονοπάτι που οδηγεί στην κομμουνιστική ένωση. Ο Λένιν το κατέστησε αυτό στο κατ’ εξοχήν πεδίο του σοσιαλιστικού κινήματος, επειδή έθεσε ως τελικό στόχο αυτού το κινήματος τη δημιουργία ενός αχανούς βιομηχανικού και δημοκρατικού κόσμου, και ως βραχυπρόθεσμο στόχο τη δημιουργία βιομηχανικών στρατών. Εκατοντάδες χρόνια αποτυχιών θα έπρεπε να επαρκούν για να μας διδάξουν πως η επανάσταση δεν είναι η ένωση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο, αλλά είναι μια ένωση η οποία εξ αρχής είναι κάτι περισσότερο από την ένωση των εργατών, η οποία πηγαίνει αμέσως πέρα από το πλαίσιο μια επιχείρησης, και η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη και την αλληλοεισχώρηση άλλων ενώσεων… Είναι στη λέξη αμέσως που κείτεται όλη η δυσκολία.

Η διφυής φύση του προλεταριάτου

Η λέξη προλεταριάτο αναφέρεται στους ανθρώπους που βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη δυναμική μιας σχέσης της οποίας αποτελούν έναν εκ των όρων. Αναφέρεται ταυτόχρονα τόσο στους ανθρώπους όσο και στη σχέση, με τη τελευταία να αποτελεί τον θεμελιώδη καθορισμό όσων δρουν σύμφωνα μ’ αυτόν τον καθορισμό. Για χρηστικούς λόγους, μπορεί κάποιες φορές να φαίνεται πως η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στους ανθρώπους και άλλες για να υποδείξει τη σχέση, αλλά δεν πρέπει κανείς ποτέ να ξεχνά πως είναι οι άνθρωποι που ορίζονται από τη σχέση, όχι πως η σχέση είναι εκείνη των ανθρώπων που τη φέρουν.

Το προλεταριάτο δεν υπάρχει στην κατάσταση μιας παρατηρήσιμης και περιγράψιμης οντότητας όπως η πλειοψηφία των κοινωνικών γεγονότων. Το προλεταριάτο αποτελεί μια σχέση με το κεφάλαιο. Είναι η πιο σημαντική σχέση στην ίδια την καρδιά του κεφαλαίου, η πιο σημαντική σχέση εσωτερική του κεφαλαίου. Το προλεταριάτο αποτελεί μια σχέση του κεφαλαίου με τον εαυτό του[4].

Ενάντια στον εργατισμό, υπήρξε αναγκαίο το προλεταριάτο να επιβεβαιωθεί ως «όλοι οι εργάτες που δρουν σε μια κομμουνιστική κατεύθυνση». Όμως, για να αποφευχθεί η αναγωγή σε ταυτολογία (Ποιος θα κάνει την επανάσταση; Το προλεταριάτο. Τι είναι το προλεταριάτο; Ο φορέας της επανάστασης), δεν πρέπει να ορίσουμε το προλεταριάτο μόνο σε σχέση με τον κομμουνισμό, αλλά και σε σχέση με τον καπιταλισμό.

Τι είναι οι προλετάριοι; Τι σημαίνει να δρας σε μια κομμουνιστική κατεύθυνση; Τα δύο ερωτήματα αναγκαία συνδέονται, καθώς είναι από τον προλεταριακό καθορισμό που παίρνει μορφή η κομμουνιστική δράση.

Οι προλετάριοι ορίζονται από τη σχέση τους με το κεφάλαιο: είναι εκείνοι τους οποίους η παραγωγή αξίας έχει υποβαθμίσει στο να μην είναι τίποτα περισσότερο από εργασιακή δύναμη. Εκ πρώτης όψεως, στον σύγχρονο κόσμο, αυτός ο ορισμός περιλαμβάνει τους πάντες και κανέναν. Η δύναμη του κεφαλαίου έχει κάνει τη θεμελιώδη σχέση του κάτι το μη χειροπιαστό. Αυτός ο ορισμός περιλαμβάνει σχεδόν τους πάντες λόγω της γενίκευσης της μισθωτής εργασίας και της δυσκολίας να απομονώσουμε τον παραγωγικό εργάτη από την υπόλοιπη κοινωνία. Αφενός, η διεύρυνση της μισθωτής συνθήκης στην πλειοψηφία της ανθρωπότητας, τουλάχιστον στις «ανεπτυγμένες» χώρες, καθιστά εύκολο τον σχηματισμό της «πολυπληθέστερης τάξης» για την οποία μίλησε ο Μαρξ, ενώ παράλληλα τείνει να συγχέει τις ιδέες αναφορικά με τη σημαντικότητα διαφορετικών κοινωνικών λειτουργιών. Αφετέρου, πάλι σύμφωνα με τον Μαρξ, σήμερα τόσο ο μηχανικός όσο κι ο ανειδίκευτος εργάτης είναι μισθωτοί εργάτες, και είναι η κοινωνική οργάνωση ως όλο που έχει γίνει ο παραγωγός της αξίας.

Αυτός ο ορισμός δεν περιλαμβάνει κανέναν επειδή η ζωή ακόμη και τον πιο εξαθλιωμένων προλετάριων έχει και άλλες διαστάσεις πέρα από εκείνες της εργασιακής τους δύναμης και, επιπλέον, είναι χάρη σ’ αυτές τις διαστάσεις που η εργασιακή δύναμη μπορεί να συνεχίσει να παράγει αξία.

Ενάντια στους συνήγορους της καθολικής τάξης, όσο κι ενάντια σ’ αυτούς που θέλουν να εγκαταλλείψουν τη ταξική πάλη με το κεφάλαιο, είναι σημαντικό να θυμηθούμε ότι η εκμετάλλευση δεν είναι ίδια για τον ανώτερο μέσο διευθυντή και τον ανειδίκευτο εργάτη, και ότι ο τελευταίος βλέπει τη δραστηριότητά του περισσότερο περιορισμένη στην μορφή της εργασίας. Στη τελική, ενώ ο ανώτερος μέσος διευθυντής, στον βαθμό που οργανώνει την εργασία των ανειδίκευτων, εξασκεί μια παραγωγική δραστηριότητα, ο ανειδίκευτος εργάτης παίζει έναν συγκεκριμένο ρόλο στην παραγωγή της αξίας.

Είναι το σύνολο της κοινωνίας εκείνο που παράγει αξία, αλλά εντός αυτού του όλου υπάρχουν κοινωνικά στρώματα η δραστηριότητα των οποίων συνεχίζει να συνδέεται με την υλική στήριξη της αξίας. Αυτά είναι τα περισσότερο εκμεταλλευόμενα στρώματα, και όλα τα υπόλοιπα στρώματα συμμετέχουν στην εκμετάλλευσή τους σε βαθμό που διαφέρει ανάλογα με τη θέση που κατέχουν στην ιεραρχία. Η διάδοση της μισθωτής εργασίας δεν πρέπει να μας αποσπά την προσοχή απ’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα: την ύπαρξη ανθρώπων η άμεση δραστηριότητα των οποίων αναπαράγει τους υλικούς όρους για την ύπαρξη της ανθρωπότητας, και συνεπώς του κεφαλαίου.

Αυτοί οι μισθωτοί εργάτες, αναγκασμένοι να αναλάβουν τα καθήκοντα της εκτέλεσης [της παραγωγής της αξίας], βιώνουν, με τον ωμότερο κι αμεσότερο τρόπο, την προλεταριακή συνθήκη η οποία διευρύνεται, ή απειλεί να διευρυνθεί, στην υπόλοιπη κοινωνία. Ως εργασιακή δύναμη που διαρκώς απαξιώνεται από την κίνηση της αξίας στην παραγωγή της οποίας συνεισφέρουν, βρίσκονται στην καρδιά της καπιταλιστικής αντίφασης. Σαν δραστηριότητα που αξιοποιεί την πιο αξιοποιημένη εργασιακή δύναμη, η εργασία τους αντιπροσωπεύει τον κατώτερο κοινό παρανομαστή των δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του κεφάλαιου – το γενικό τους ισοδύναμο. Λόγω της θέσης τους στην παραγωγή, είναι περισσότερο ικανοί από άλλους να την ανατρέψουν. Παίζουν συνεπώς έναν κεντρικό ρόλο τόσο στην παραγωγή του καπιταλισμού όσο και του κομμουνισμού. Συνεπακολούθα, ενώ δεν μπορεί κανείς να υποβαθμίσει το προλεταριάτο σε μια κοινωνιολογική ταυτότητα, σε μια τάξη, το προλεταριάτο αρχικά γεννιέται απ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα και τους αγώνες τους.

Όμως, δεν είναι μόνο η παραγωγική δυναμική υπεύθυνη για τη συντήρηση του παλιού κόσμου. Συνδέεται με μια τεράστια αδράνεια. Στην περίπτωση μιας επαναστατικής δυναμικής, θα είναι πιθανόν αναγκαίο ότι πρώτα απ’ όλα οι υπάλληλοι γραφείου θα πετάξουν την χαρτούρα της γραφικής εργασίας τους από το παράθυρο. Όμως, εκείνοι που συνδέονται με την παραγωγή των πραγμάτων -και δεν εννοούμε μόνο υλικά αντικείμενα- τα οποία είναι αναγκαία για την επανάσταση και την ανθρώπινη ζωή, θα έχουν έναν πιο ουσιαστικό και κεντρικό ρόλο. Η επανάσταση δεν θα είναι μια αχανής αβουλία. Η επανάσταση μέσω αδράνειας αποτελεί μια ουτοπία η οποία παράγεται σήμερα από εκείνους που βρίσκονται στην πλευρά της αδράνειας, από εκείνους που η κοινωνική λειτουργία τους είναι παρασιτική στην παραγωγή των πραγμάτων που μας επιτρέπουν να ζούμε. Προφανώς, θέλουμε ν’ αλλάξουμε επίσης κι αυτά τα πράγματα, αλλά θα τα αλλάξουμε μόνο εκκινώντας απ’ αυτό που είναι. Αλλιώς, η επανάσταση δεν θα ήταν ζήτημα ανατροπής αλλά εγκατάλλειψης αυτού του κόσμου: ένας τρόπος γενικά εγκατάλλειψης του καπιταλισμού ώστε να πάμε κάπου «αλλού». Το πρόγραμμα και τα ποιητικά αιτήματα των καλλιτεχνών στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η χολή και το «οπουδήποτε εκτός αυτού του κόσμου», δεν αποτελούν ένα επαναστατικό πρόγραμμα.

Ο Μαρξ μίλησε για έναν μετασχηματισμό του τρόπου δραστηριότητας. Ωστόσο, ο τρόπος αυτός είναι καθολικός: ο διευθύνων σύμβουλος συμμετέχει σ’ αυτόν και τον αναπαράγει ακριβώς όπως ο εργάτης και ο καλλιτέχνης. Μπορεί κανείς να βελτιστοποιεί διαρκώς τις κοινωνιολογικές θεωρήσεις: σημειώστε, για παράδειγμα, ότι ο μικροϊδιοκτήτης αγρότης δέχεται ταυτόχρονα εκμετάλλευση από την παγκόσμια αγορά και την ίδια του την εργασία, η οποία αδειάζει τη γεωργική δραστηριότητα από ένα μέρος του περιεχομένου της. Όμως, τι είναι εκείνο που επιβάλλει ο τρόπος δραστηριότητας σε όλους τους άλλους; Είναι μάλλον ο ανθρακωρύχος, ο οδηγός τραίνου, ακόμη κι ο υπάλληλος γραφείου, εκείνοι που βοηθάνε τη λειτουργία του. Ο διευθύνων σύμβουλος κι ο καλλιτέχνης είναι πάντα περισσότερο ή λιγότερο ικανοί ν’ αλλάξουν ζωή -επιβίωση- χωρίς να «αλλάξουν ζωή» και χωρίς ν’ αλλάξουν αυτόν τον τρόπο δραστηριότητας. Ο ανθρακωρύχος, ο μηχανικός κι ο υπάλληλος γραφείου δεν κατέχουν αυτή τη δυνατότητα. Σίγουρα, υπάρχει κάτι απάνθρωπο στη δουλειά του διευθύνοντα σύμβουλου, τόσο αλλοτριωμένο όσο και στη δουλειά του ανθρακωρύχου, ίσως και περισσότερο. Όμως, αυτό ισχύει επειδή ενσωματώνει στον εαυτό του την ανθρωπινότητα του ανθρακωρύχου, επειδή συγκεντρώνει εντός του τη σύνθλιψη εκείνου που είναι ανθρώπινο στη δουλειά χιλιάδων ανθρακωρύχων. Η σαλαμοποίηση του χρόνου εντός της κοινωνίας -σε εργασία και μη εργασία, σε υποδιαιρέσεις της καθημερινότητας- θύματα του οποίου είναι τόσο ο διευθύνων σύμβουλος όσο κι ο καλλιτέχνης όσο κι ο ανθρακωρύχος, βασίζεται αρχικά σ’ εκείνο το οποίο κομματιάζει τη ζωή -τόσο παραγωγική όσο και μη παραγωγική- του ανθρακωρύχου. Είναι η εργασία εκείνη η οποία εγκαθιδρύει το σύνολο της κοινωνικής οργάνωσης. Κι η επέκταση της μισθωτής εργασίας σημαίνει την οργάνωση του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας στη βάση της πιο περιορισμένης εργασίας. Στον κόσμο μας, ο Σωκράτης θα ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Σ’ αυτή τη βάση, ο ρεφορμισμός σημειώνει πως τα πάντα αποτελούνται από περιορισμούς, εξουσία, σπατάλη κι εκμετάλλευση, και δεν σταματά να προτείνει λύσεις οι οποίες στην πραγματικότητα δεν αλλάζουν τίποτα. Γιατί αυτό το μυστήριο; Χρειάζεται να αναζητήσουμε την απάντηση στην πηγή του ζητήματος, στην ίδια τη φύση της αλλοτριωμένης εργασίας. Η καταστολή της αλλοτρίωσης μπορεί να ξεκινήσει μόνο απ’ αυτό που είναι αλλοτριωμένο.

Το ζήτημα δεν είναι αυτό του προσωπικού του καπιταλισμού (ξέρουμε πως βρίσκει του διευθυντές του από παντού), ούτε αυτό του προσωπικού της επανάστασης. Είναι απλώς ένα ζήτημα απομόνωσης (τεχνητά, σίγουρα, σε μια κίνηση προσωρινής αφαίρεσης αναγκαία για την ανάλυση) της καρδιάς του προβλήματος – του σημείου εντός του οποίου οι άνθρωποι παράγωγουν την απο-ανθρωποποίησή τους. Αυτός είναι ο λόγος -και είναι η αμφισημία του συνόλου των παραπάνω- που δεν αξιώνουμε πως η επανάσταση θα υπάρξει περισσότερο έργο των εργατών παρά των μηχανικών, αλλά ότι οι εργάτες κι οι μηχανικοί θα κάνουν την επανάσταση στη βάση μιας ριζικής κριτικής της εργασίας των εργατών, στη βάση της αποδόμησής της και, συνεπώς, των πάντων που οικοδομούνται επί αυτής.

Ποιο είναι το αντικείμενο αλλαγής; Η σχέση μεταξύ των ανθρώπων, η σχέση μεταξύ των ανθρώπων με τον κόσμο. Το πρόβλημα του «προλεταριάτου» είναι συνεπώς το να γνωρίσουμε αν υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων που συνδέεται περισσότερο άμεσα με τον κόσμο. Ενός κόσμου που δημιουργείται, φυσικά, εξίσου από τον εργάτη και τον μηχανικό, αλλά χωρίς να ξεχνάμε πως είναι ο εργάτης εκείνος ο οποίος υπενθυμίζει στον μηχανικό ότι η ανθρωπινότητα (συμπεριλαμβανομένης εκείνης του μηχανικού) υποβαθμίζεται σε τίποτα πέρα από αποζημιώσεις και καταστροφές – υποβαθμίζεται σε εργασιακή δύναμη. Η ίδια η συνθήκη της εκμετάλλευσης των περισσότερο εκμεταλλευόμενων στρωμάτων -εργάτες, υπάλληλοι, εργάτες γης, κλπ- είναι πως διατηρεί στον έναν ή τον άλλο βαθμό έναν επισφαλή χαρακτήρα – αυτό ισχύει επίσης σε περιόδους πλήρους απασχόλησης, καθώς και στον κρατικό καπιταλισμό. Για να μην έχει ο προλετάριος τίποτα άλλο πέρα από την εργασιακή του δύναμη δεν είναι αναγκαίο να έχει αυτομάτως μια εγγυημένη θέση εργασίας, και συνεπώς μια θέση στην κοινωνία. Ο προλετάριος είναι οπότε δυνητικά άνεργος, κι ο άνεργος προλετάριος, εξίσου ουσιαστικός στο κεφάλαιο με τον εργάτη. Αποδεχόμενοι ότι ο ανθρώπινος πλούτος κείτεται στη δραστηριότητα και στις σχέσεις που συνεπάγονται απ’ αυτή τη δραστηριότητα, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε τη συνάντηση για την οποία μίλησε ο Μαρξ μεταξύ των «αποστερημένων από τα πάντα μαζών» με «όλα τα πλούτη και τον πολιτισμό του κόσμου». Δεν έχει σημασία που δεν μπορούμε να υπολογίσουμε τον βαθμό αξιοποίησης που προσφέρει η τάδε ή δείνα κατηγορία του προλεταριάτου. Η προλεταριακή δραστηριότητα ενσωματώνει εμφανώς μια αφαίρεση επί της οποίας βασίζεται αληθινά η κοινωνία: την μέτρηση των πάντων βάσει του χρόνου που αφιερώνεται στο ξόδεμα εργασιακής δύναμης. Όμως, το κεφάλαιο ζει από την ίδια του την ανικανότητά να υποβαθμίσει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε εργασία, οπότε η δραστηριότητα του προλετάριου επίσης δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στην εργασία. Το κεφάλαιο μπορεί να υπάρξει μόνο απομυζώντας το αίμα της ανθρώπινης δραστηριότητας την οποία δεν μπορεί ν’ απορροφίσει πλήρως – αυτό είναι που ταυτοχρόνως το αναζωογονεί και το απειλεί: το είναι του κεφαλαίου αποτελεί μια αντιφατική σχέση, και το προλεταριάτο αποτελείται από το σύνολο των ατόμων και των κοινωνικών στρωμάτων εκείνων που οι αγώνες τους τείνουν να θέσουν αυτή την αντιφατική σχέση σε κρίση. Ορισμένο έτσι, μπορούμε να δούμε πως το προλεταριάτο υπάρχει μόνο δυνητικά, και μπορεί κανείς να δει πως η στιγμή που υπάρχει περισσότερο είναι η στιγμή εκείνη που αρνείται τον εαυτό του, στην κομμουνιστικοποίηση του κόσμου.

Τι σημαίνει να δρας σε μια κομμουνιστική κατεύθυνση; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Ένα ερώτημα το οποίο επισκιάζει την ιδέα κάποιου «μικροβίου του κομμουνισμού» που χρειάζεται κάθε φορά να απομονώσουμε. Οι ταξικοί αγώνες, είτε είναι παράνομοι (ληστείες, σαμποτάζ, λούφα, κλπ) είτε αιτηματικοί, είναι φορείς του κομμουνισμού μόνο όταν υπερβαίνουν τον εαυτό τους. Η αντίσταση στην εκμετάλλευση αποτελεί φορέα κομμουνισμού μόνο τη στιγμή που μετασχηματίζεται, ή τείνει να μετασχηματιστεί, σε μια επίθεση ενάντια στην εκμετάλλευση. Η εκμετάλλευση κι η αντίσταση στην εκμετάλλευση αποτελούν μέρος της κανονικής λειτουργίας του καπιταλισμού και, όταν η αντίσταση επιτρέπει στον εαυτό της να ενσωματωθεί, μπορεί κανείς μόνο να επιβεβαιώσει πως είναι ο καπιταλισμός εκείνος ο οποίος είναι, στη λειτουργία του, ο φορέας των πρώτων βημάτων του κομμουνισμού. Μπορεί κανείς να πάει πέρα από την «αναγκαστική αντιστροφή της εκμετάλλευσης» μόνο περνώντας σε μια άμεση επίθεση στην εκμετάλλευση.

Πως; Η δυσκολία ν’ απαντήσουμε αυτό το ερώτημα σήμερα, όπως κι η κακή κατάσταση του επαναστατικού κινήματος, κείτεται στο γεγονός πως αυτή η πράξη, αυτή η επίθεση ενάντια στην εκμετάλλευση, παραμένει τρομερά εμβρυακή.

Για τον καπιταλισμό, το προλεταριάτο υπάρχει μόνο δυνητικά, επειδή το κεφάλαιο παρέχει στους ανθρώπους, ή τους επιτρέπει να παράγουν, συγκεκριμένους καθορισμούς (εθνική, ταξική, πολιτιστική ταυτότητα, κλπ) οι οποίοι αποκρύπτουν τον θεμελιώδη καθορισμό της σχέσης μεταξύ εργασίας και αξίας, ενώ ταυτοχρόνως τη συντηρούν, ή ακόμη και της επιτίθονται. Αυτό δεν εμποδίζει τους καθορισμούς αυτούς, με τη σειρά τους, από το να διαβρωθούν απ’ την αξία.

Για τον κομμουνισμό, το προλεταριάτο υπάρχει μόνο δυνητικά, καθώς η πραγμάτωση του κομμουνισμού αποτελεί την κατάργηση του προλεταριάτου. Αυτός είναι ο λόγος που το προλεταριάτο, παρότι σχηματίζεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν αποτελεί μια τάξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όταν σχηματίζεται ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία, το προλεταριάτο επιτίθεται άμεσα στον ίδιο τον ταξικό καθορισμό του. Το προλεταριάτο σχηματίζεται ενάντια στην υπόλοιπη κοινωνία όταν οι εργάτες, οι αποκλεισμένοι από την εργασία, κι οι παρίες, επιτίθονται, περισσότερο ή λιγότερο εκούσια, σ’ εκείνο που τους ενώνει τόσο εντός του καπιταλισμού όσο και ενάντιά του: στη σχέση μεταξύ εργασίας και αξίας.

Το προλεταριάτο είναι αναγκαίο για το κεφάλαιο επειδή [το προλεταριάτο] παράγει αυτή την κοινωνική σχέση, την αξία, την μέτρηση των πάντων βάσει του χρόνου εργασίας. Το προλεταριάτο αποτελεί τον φορέα του κομμουνισμού επειδή όσο περισσότερο οι προλετάριοι απελευθερώνονται από τους ορισμένους καθορισμούς τους, στη βάση της ταξικής πάλης, τόσο περισσότερο έρχονται αντιμέτωποι με τον καθολικό τους προσδιορισμό. Όντας ταυτόχρονα παραγωγοί και αιχμάλωτοι μιας θεμελιακά απάνθρωπης σχέσης, δεν μπορούν να τοποθετηθούν αναφορικά με την αξία χωρίς να έρθουν αντιμέτωποι μ’ αυτή· δεν μπορούν να καθοριστούν σαν εργασιακή δύναμη χωρίς να έρθουν σε ρήξη με την εργασία. Αυτό δεν είναι ζήτημα συνείδησης – ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο ζήτημα συνείδησης. Είναι πάνω απ’ όλα μια πρακτική γεννημένη από την αντίφαση μεταξύ συγκεκριμένων καθορισμών, συγκεκριμένης αλλοτρίωσης του ανθρώπινου πλούτου (κοινότητες, κλπ) και του καθολικού καθορισμού της παραγωγής αξίας, της αλλοτρίωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας η οποία άρπαξε το σύνολο του πλούτου του κόσμου. Τιθέμενοι από το κεφάλαιο σε μια κατάσταση καθολικότητας, σε «μια ύπαρξη η οποία συνδέεται άμεσα με την καθολική ιστορία», οι προλετάριοι του Longwy[5] αντιτίθενται στις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης ξεκινώντας από συγκεκριμένους καθορισμούς -τη σύνδεσή τους σε μια περιοχή- αλλά σ’ αυτή τους την κίνηση ξεκινάνε ν’ αντιλαμβάνονται πως έχουν χάσει κάθε τους ποιοτικό χαρακτηριστικό πέρα από εκείνο της υπεράριθμης εργασιακής δύναμης. Παρουσιαζόμενοι σαν άνθρωποι χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία, οι εργάτες του Longwy ίσως εναντιωθούν στο σκάνδαλο της υποβάθμισής τους σε εργασιακή δύναμη. Διαφορετικά, θα υποχωρήσουν και θα χαθούν στην εργατική τους ταυτότητα.

Σημειώσεις:

1. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 29.

2. Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 86.

3. Ο πρόεδρος Schreber, τον οποίο σχολίασε ο Φρόυντ, έγραψε ένα τεράστιο βιβλίο για να εξηγήσει πως ο θεός συνωμοτούσε να τον μετατρέψει σε γυναίκα.

4. [Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης]: P. Nashua, Perspectives on Councils, Workers’ Management and the German Left, εκδόσεις Editions de l’Oubli, σελ. 20. P. Nashua υπήρξε ψευδώνυμο του Pierre Guillaume, πρώην μέλος των Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα (1960-1963) και Pouvoir Ouvrier (1963-1967). Ήταν ενεργός μέλος στο Censier Centre τον Μάη του 1968, ηγετικό μέλος της άτυπης υπεραριστερής ομάδας γύρω από το βιβλιοπωλείο La Vieille Taupe του οποίου υπήρξε ιδρυτής (1965-1972). Το 1978 ανέπτυξε μια εμμονή με το έργο του Robert Faurisson και από τότε έχει αφιερωθεί στον σκοπό της άρνησης του Ολοκαυτώματος, λόγος για τον οποίο ένα χρόνο νωρίτερα από τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου, το La Banquise ήρθε σε δημόσια ρήξη μαζί του. Βλέπε «Le Roman de nos Origines», La Banquise 2, 1983.

5. [Σημείωση της αγγλικής μετάφρασης]: Αναφορά στη δριμεία, μα τελικά αποτυχημένη, αντίσταση στα κλεισίματα και την αναδιάρθρωση που διεξήγαγαν οι χαλυβουργοί στο Longwy της Λωρραίνης, που ξεκίνησε το 1978 και διήρκησε αρκετά χρόνια μετέπειτα. Βλέπε Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 1997, για μερικά σχετικά άρθρα – μια αγγλική τους μετάφραση μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://mondediplo.com/1997/10