Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε ως μια συμβολή για την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ρεσάλτο την άνοιξη του 2017 αναφορικά με τα τρέχοντα κινήματα στις ΗΠΑ.
Το αντι-Τραμπ θέαμα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του θεάματος Τραμπ. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη επ’ αυτού από την ίδια την εκλογή του Τραμπ: η προεκλογική εκστρατεία της Κλίντον στηρίχτηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην καλλιέργεια του φόβου για μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Τραμπ. Το Κόμμα των Δημοκρατικών απέτυχε να προβάλλει μια φιλελεύθερη πολιτική εναλλακτική προς αυτή του συντηριτισμού του Τραμπ. Η έλλειψη μιας εναλλακτικής πρότασης δεν μπορούσε παρά να ενισχύσει την εναπομείνουσα, μετατρέποντάς την τελικά στην μοναδική υπάρχουσα πρόταση: προστατευτισμός, «βιομηχανική αναγέννηση», εθνικισμός.
Σε επίπεδο «δρόμου», η κατάσταση, δυστυχώς, δεν είναι ιδιαίτερα καλύτερη. Το μόνο που διαφαίνεται είναι το αστικό κέντρο του πολιτικού φάσματος. Από την ημέρα της εκλογής του Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ, ξέσπασε ένα κύμα αντι-Τραμπ διαδηλώσεων οι οποίες κατά κύριο λόγο χαρακτηρίζονται από μια ανεπίσημη συμμαχία όλων αντι-Τραμπ δυνάμεων, στη γενικότερη λογική των Λαϊκών Μετωπών που σχηματίστηκαν στην Ευρώπη ενάντια στον ιστορικό φασισμό/ναζισμό. Η επικρατούσα λογική αυτών των διαδηλώσεων είναι εκείνη των Δημοκρατικών: #NotMyPresident [Δεν είναι δικός μου πρόεδρος], ακόμη και #StillWithHer [Συνεχίζω να τη στηρίζω, εννοώντας την Κλίντον].
Σίγουρα, η εικόνα εκατοντάδων και χιλιάδων ανθρώπων που διαδηλώνουν με πλακάτ «Refugees Welcome» είναι πιο ενθαρρυντική από εκείνη των οπαδών του Τραμπ. Ωστόσο, μεγάλη μερίδα του αντι–Τραμπ κινήματος φαίνεται να έχει μια ιδιαίτερα «κοντή» κι επιλεκτική μνήμη. Δεν ήταν υπό την προεδρία Ομπάμα που ξέσπασε το κίνημα Occupy; Δεν ήταν υπό την προεδρία Ομπάμα που ξέσπασε το κίνημα Black Lives Matter κι οι ταραχές στο Ferguson, τη Βαλτιμόρη και αλλού; Τα κινήματα αυτά, παρά τα προβλήματά τους, έκαναν μια πολύ ορθή επιλογή: δεν προσπαθήσαν να προσωποποιήσουν την εναντίωσή τους στις συνθήκες ζωής τους σε μια εναντίωση σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή μια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Αντιθέτως, αναγνώρισαν τα προβλήματά τους ως αναπόσπαστο στοιχείο της κατεστημένης τάξης πραγμάτων και διεκδικήσαν την κατάργησή της, ακόμη κι όταν αυτό δεν σήμαινε κάποια επανάσταση αλλά μια μεταρρύθμιση προς μια «πραγματική δημοκρατία».
Αν κοιτάξουμε όμως το αντι-Τραμπ κίνημα, εκείνο που αντικρύζουμε είναι η πλήρης διαστρέβλωση της ιστορίας του αμερικάνικου κοινωνικού σχηματισμού. Λες και ξάφνου υπήρξε μια ρήξη στο ιστορικό συνεχές και μέσω ενός κοινωνικού Big Bang εμφανίστηκε ο ρατσιμός κι ο σεξισμός. Στην αφήγηση αυτή, η εκλογή του Τραμπ αποτελεί το σημείο-μηδέν του ιστορικού χρόνου, ένα singularity, με το παρελθόν να αποκόβεται από το παρόν και το μέλλον μη έχοντας καμία επίδραση σε αυτά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού είναι τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού.
Ένα από τα βασικά σημεία του προεκλογικού προγράμματος του Τραμπ υπήρξε η υπόσχεση κατασκευής ενός τείχους ύψους 10-15 μέτρων κατά μήκους των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού (τα οποία έχουν μήκος περίπου 3.200 χιλιομέτρων). Ισχυριζόταν μάλιστα ότι θα αναγκάσει το μεξικανικό κράτος να καλύψει τα έξοδα κατασκευής του, τα οποία υπολογίζει στα 8-10 δις δολλάρια. Με την προεκλογική του αυτή υπόσχεση, η ιστορία των αμερικάνικων συνόρων πλέον αποτελεί έναν λευκό πίνακα στη δημόσια διαβούλευση, σαν το μόνο που διαχωρίζει τα δύο κράτη να είναι η έρημος. Η προσπάθεια παρανομοποίησης και αποτροπής της μετανάστευσης από το Μεξικό προς τις ΗΠΑ μέσω διάφορων συρματοπλεγμάτων, τειχών, ανιχνευτικών συστημάτων και ισχυρών δυνάμεων συνοριοφυλακής, εμφανίζεται σαν πολιτική του Τραμπ και όχι μια πολιτική του αμερικάνικου κράτους εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, ξεκινώντας από την κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990.
Από το 2005, υπό προεδρία του Τζωρτζ Μπους του νεότερου, τίθεται σε εφαρμογή η Operation Streamline [Επιχείρηση Βέλτιστης Μεταναστευτικής Ροής], σε συνεργασία του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και του υπουργείου Δικαιοσύνης. Μια επιχείρηση μηδενικής ανοχής αναφορικά με την παράνομη μετανάστευση στις πολιτείες που συνορεύουν με το Μεξικό (με εξαίρεση την Καλιφόρνια), διώκωντας ποινικά όσους εισέρχονται παράνομα στις ΗΠΑ, συλλαμβάνοντάς τους και παραπαπέμποντάς τους σε μαζικές δίκες. Η κάθε σχετική δικογραφία μπορεί να περιλαμβάνει έως και 80 κατηγορούμενους, κι η εκδίκαση της υπόθεσης συνήθως διαρκεί λιγότερη από μισή ώρα. Για την πρώτη παράνομη είσοδο στη χώρα προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως και 6 μηνών, ενώ για μετέπειτα παράνομες εισόδους προβλέπεται ποινή φυλάκισης από δύο έως είκοσι έτη. Για το δημοσιονομικό έτος του 2013, οι σχετικές διώξεις ξεπεράσαν τις 90.000, αποτελώντας την πλειοψηφία του συνόλου των ποινικών διώξεων. Αποτέλεσμα της επιχείρησης αυτής: πλέον, το 48% των κρατουμένων στις ομοσπονδιακές φυλακές των ΗΠΑ είναι Λατινοαμερικάνοι.
Παράλληλα, την περίοδο 2000-2014, περισσότεροι από 6.000 μετανάστες πεθάναν προσπαθώντας να διασχίσουν τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, ενώ περισσότεροι από 2.500 αγνοούνται. Το 1834-1835, ο Βρετανός γενικός διοικητής των Ανατολικών Ινδιών διαπίστωσε ότι: «Ζήτημα είναι αν η ιστορία του εμπορίου έχει να παρουσιάσει παρόμοια αθλιότητα. Τα κόκκαλα των μπαμπακοϋφαντουργών λευκαίνουν τις πεδιάδες των Ινδιών». Σήμερα, οστά μεταναστών εργατών λευκαίνουν την έρημο των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού. Αυτή ήταν η μεταναστευτική πολιτική των ΗΠΑ -ή, μάλλον, ένα μόλις τμήμα της- πριν τις προεδρικές εκλογές του 2016, και διαγράφεται μονοκοντυλιά από την παρούσα δημόσια συζήτηση η οποία μονοπωλείται από το τείχος του «φασίστα» Τραμπ και την έκκληση για επανάληψη των εκλογών.
Το πρόβλημα του αντι-Τραμπ κινήματος είναι ότι στοχοποιεί το επιφαινόμενο και όχι τις βαθύτερες αιτίες του. Στην έλλειψη κριτικής προς αυτές ελοχεύει ο κίνδυνος όχι απλά να βγουν αλώβητες από την κοινωνική σύγκρουση, αλλά τελικά να ενισχυθούν περαιτέρω. Και οι δύο αντικρούμενες πλευρές προβάλλουν το έθνος-κράτος ως το καταφύγιο από τις φουρτούνες της παγκόσμιας αγοράς. Ο Τραμπ και οι οπαδοί του προτείνουν σαν λύση τον οικονομικό προστατευτισμό, την βιομηχανική ανάπτυξη και την μείωση της μετανάστευσης με σκοπό την μείωση του πλεονάζοντος πληθυσμού σε διαχειρίσιμα επίπεδα – η κατάρρευση του προνοιακού κράτους σημαίνει την μη κρατική αναπαραγωγή του μη παραγωγικού τμήματος του πληθυσμού. Η απάντηση του κινήματος ενάντια στον Τραμπ είναι κατά κύριο λόγο η εναντίωση στην μεταναστευτική του πολιτική, ζητώντας την ενσωμάτωση μέρους των μεταναστών στην τυπική πολιτική ισότητα της εθνικής κοινότητας.
Όμως, η τυπική ισότητα της αστικής δημοκρατίας ποτέ δεν προοριζόταν για όλους τους κατοίκους στην επικράτεια του έθνους-κράτους, αλλά απλώς για τους περισσότερους. Η προϋπόθεση για τη σταθερότητα της αστικής κοινωνίας δεν είναι ότι το κράτος εμφανίζεται πραγματικά ως ο εγγυητής όλων των συμφερόντων, αλλά ότι θα πρέπει να φαίνεται εφικτό ότι μπορούμε να το κάνουμε έναν τέτοιο εγγυητή. Η σταθεροποίηση της αστικής κοινωνίας δεν απαιτεί οπότε την καθολικότητα της τυπικής ισότητας, αλλά μόνο τον αγώνα γι’ αυτή. Ας ελπίσουμε πως το ανέφικτο της εκπλήρωσης της καθολικότητας της πολιτειότητας δεν θα οδηγήσει σε μια αποσύνθεση των κοινωνικών διεργασιών που έχουν τεθεί σε κίνηση, αλλά ότι η υπονόμευση αυτών των ελπίδων θα εξελιχτεί σε μια επίθεση στο κράτος σαν την πολιτική μορφή των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.